Wednesday, October 27, 2021

Κι αν μας δουν;



 Το στάδιο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Δε έπεφτε καρφίτσα.

Η Αλίκη ακολουθούσε τον Ορέστη, που ανέβαινε τα σκαλιά του δεύτερου διαζώματος, ψάχνοντας να βρει τις θέσεις τους. 

Θέσεις για τους δυο τους, για εκείνη και τον Ορέστη. 

Εισιτήρια μόνο δυο, μόνο για εκείνη και τον Ορέστη. 

Πρώτη φορά οι δυο τους, μόνο οι δυο τους, χωρίς τον Αλέξη ή την Ηλέκτρα, χωρίς κανέναν άλλο. 

Η χαρά της Αλίκης ήταν τόση, που με κόπο πολύ κατάφερνε να μην έχει ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο της. 

Μα πώς να κρύψει τον ενθουσιασμό της;

Ακόμα κι αν έκρυβε το χαμόγελο, τα μάτια της έλαμπαν! 

Ο Ορέστης βρήκε τις θέσεις και γύρισε προς την Αλίκη για να της δείξει που να κάτσει. Άφησαν τα ποτήρια με το αναψυκτικό κάτω από τις καρέκλες, τακτοποιήθηκαν στις θέσεις και άρχισαν να παρατηρούν τον κόσμο γύρω τους.


 Οι πρώτοι ήχοι της κιθάρας που ακούστηκε, σταμάτησαν όλους τους ψιθύρους. 

Η συναυλία είχε αρχίσει.


Η Αλίκη προσπαθούσε να συγκεντρώσει το βλέμμα της στη σκηνή, αλλά δεν ήταν εύκολο.  Δεν μπορούσε να βολευτεί στο κάθισμα της. 

Τον ένιωθε δίπλα της κι αυτό της  δημιουργούσε ταραχή. Έστρεφε κρυφά το βλέμμα της σε εκείνον και τον κοιτούσε. Απλά τον κοιτούσε.


Εκείνος με το βλέμμα του προσηλωμένο στη σκηνή, κρατούσε στο χέρι το τσιγάρο και το περιεργαζόταν ανάμεσα στα δάχτυλα του. 

Μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και σιγοψιθύριζε μερικούς στίχους από κάποιο αγαπημένο τραγούδι. 


Κι εκείνη ακουμπούσε το χέρι της πάνω στο δικό του.  Δεν μπορούσε να αντισταθεί, να μην τον αγγίξει. 

Κι αυτός έπιανε το χέρι της και το κρατούσε προσεκτικά μέσα στην παλάμη του, μπέρδευε τα δάχτυλα του με τα δικά της κι ήταν σαν να έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα.


Η συναυλία πλησίαζε στο τέλος κι Ορέστης έγειρε για λίγο το κεφάλι του στον ώμο της.  Κι έκλεισε για λίγο τα μάτια του.

Σα να ήθελε να αφεθεί πάνω της.  Σαν για μια στιγμή, να αποζητούσε το χάδι της.


Τα χέρια της Αλίκης έμειναν στη θέση τους κρεμασμένα σαν παράλυτα. 

Να τον αγκαλιάσει; 

Ούτε λόγος… Κι αν τον αγκάλιαζε και δεν μπορούσε να τον αφήσει; 

Αν τον έσφιγγε πάνω της και δεν άνοιγε ξανά τα χέρια της να μην της φύγει;

Κι αν τους δουν; Αν ήταν κάποιος γνωστός κάπου ανάμεσα στους θεατές και τους έβλεπε;

Όχι, δεν μπορούσε να τον αγκαλιάσει.


Σήκωσε το χέρι της και του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, κι έπειτα το κατέβασε αμέσως.


Το συγκρότημα τραγουδούσε το τελευταίο τραγούδι. 


Ο Ορέστης σήκωσε αργά, το κεφάλι του από τον ώμο της. 


Τα φώτα άναψαν, η συναυλία είχε τελειώσει.


Ο κόσμος άρχισε να φεύγει και σηκώθηκαν κι οι δυο τους. 

Την έσπρωξε απαλά για να προχωρήσει μπροστά και καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια την κρατούσε από τους ώμους. 

Έφτασαν στην έξοδο μα ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που με δυσκολία μπορούσαν να περπατήσουν.


Και τότε την έπιασε απαλά από το χέρι και ξεκίνησε να προχωράει μπροστά και να ανοίγει δρόμο. Την κρατούσε σταθερά μα χωρίς να της σφίγγει το χέρι. 


Η Αλίκη δεν σκεφτόταν τίποτα, παρά μόνο πως δεν ήθελε να της αφήσει το χέρι. Μόνο αυτό. Να την κρατάει από το χέρι και να περπατάνε ανάμεσα στον κόσμο. 

Είχε αφεθεί να την οδηγεί εκείνος, ανάμεσα στον κόσμο, να διασχίζουν το δρόμο, τα φανάρια, κι εκείνος ακόμα να την κρατά από το χέρι.

Σα να ήταν μικρό παιδί.

Κι ένιωθε στο στομάχι της ένα κενό κι ένα τρελό αέρα ευτυχίας… φύσαγε μέσα της… φύσαγε δυνατά κιόλα μοιάζανε πιθανά… Όμως...

Κι αν κάποιος τους έβλεπε;

Κι αν κάποιος τους έβλεπε να κρατιούνται έτσι χέρι χέρι;

Η σκέψη αυτή την έκανε να παγώσει.

Σκέφτηκε να τραβήξει το χέρι της. 

Μα δεν το άντεχε αυτό. Δεν μπορούσε να το κάνει.

Ας πάει στο καλό.

Ας τους δουν… 

Κι εκεί,  λίγο πριν φτάσουν δίπλα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, λίγο πριν προλάβει να πει κάτι, το χέρι της ήταν και πάλι μόνο, χωρίς το δικό του… άδειο…


Μπήκαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι.

-Ας γυρίσουμε σπίτι, της είπε.

Το κοίταξε για λίγο αμίλητη.

Θα τον φιλήσω, σκέφτηκε. Θα τον φιλήσω, κι ότι γίνει...

Τον έπιασε από τον μπράτσο. 

Έσφιξε στη χούφτα της το ύφασμα της μπλούζας του και τον τράβηξε προς το μέρος της.

Το σώμα του άρχισε να πλησιάζει αργά προς το δικό της.

Μα τότε τον σταμάτησε. 

Ακούμπησε την παλάμη της στο στέρνο του και τον έσπρωξε απαλά προ τα πίσω.

-Ναι ας γυρίσουμε σπίτι, είπε κι εκείνη. 

Κάθισε στο κάθισμα, έδεσε τη ζώνη της και άνοιξε το παράθυρο.

Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα...

Ήθελε εκείνο το φιλί... Θεέ μου πόσο το ήθελε...

 


 

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...