Saturday, October 29, 2022

Για μια κάλτσα γκρι





Η Αλίκη είχε φτάσει τελευταία σε αυτό το σουαρέ. Είχε αργήσει να φύγει από το γραφείο. Είχαν τόση πολύ δουλειά τις τελευταίες εβδομάδες που ένιωθε συνεχώς κουρασμένη.Δεν είπε όχι όμως σε αυτή την μάζωξη.

Θα ήταν άλλωστε κι ο Ορεστης εκεί. Για την ακρίβεια ο Ορεστης ήταν αυτος που είχε κανονίσει αυτή τη βραδιά για να δουν ταινία στο σπίτι. Στο δικό του σπίτι δηλαδή, στο σπίτι που συζούσε με την Αλεξάνδρα. 

Η Αλεξάνδρα έλειπε. Είχε ταξίδι εκείνο το βράδυ Αθήνα - Βαρκελώνη. Θα επέστρεφε το επόμενο μεσημέρι.

Ειχαν όλοι μαζευτεί μολις έφτασε η Αλικη. Ο Αλέξης, η Ηλέκτρα με το Θάνο, η Άσπα και ο Σωτήρης. Και φυσικά ο Ορέστης.

Η ταινία μολις είχε αρχίσει και ήταν σκοτεινά στο σαλόνι. Είπε ένα χαμηλόφωνο καλησπέρα για να μην ενοχλήσει και  σκάναρε το χώρο για να δει που θα καθίσει.

Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει.

 Βρήκε μια θέση τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη.

 Οι άλλοι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, αφου η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό. 

Ο Ορέστης καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι. 

Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα. 


Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. 

Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία.

Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία. 

Μα γιατί πήγε;

" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη. 

 «Εεε, ναι. Λίγο νερό αν μπορείς…", του απάντησε νευρικά. 


Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε.

 Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι. 

Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε:

 "Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις". 

Το σκέφτηκε γα λίγο. 

Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε. 

Ανέβασε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι.


Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι κάλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά. 

Να, τώρα. 

Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι; 

Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; 

Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο. 


Μα είναι πράγματα αυτά; 

Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα; 

Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία. 

Για την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία.

 Ποια ταινία; 

Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει.

 Εδώ και 27 λεπτά -τα μετρούσε με το ρολόι της-υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.

Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.


Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν κάθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος. 

Ή μάλλον αδιάβαστος. Ναι αδιάβαστος. 

Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".


Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής. 


Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της.

 Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία. 

Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.

Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση. 


Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.

Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μηδενίζονται τα εκατοστά. 

Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη. 

Δεν τους χωρίζει τίποτα πια. 

Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και 59 λεπτά. 

Μέσα στην  παλάμη του Ορέστη. 

Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει. 


Αυτό ήταν.

Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία. 

Ποιος νοιάζεται τώρα  γι’ αυτά;

 Ποιος νοιάζεται για την ταινία; 

Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω; 


Μόνο για την γκρι κάλτσα. 

Μόνο για τη γκρι κάλτσα. 

Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα;

Ε, πες μου, έχεις ξαναδεί;


Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιοειπωμένες φράσεις. Τις αφήνεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλημμυρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχειλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου και κάνουν  την αφή σου αλλιώτικη... 

και θέλουν να αγκαλιάσουν απελπισμένα μια κάλτσα γκρι…





Wednesday, October 12, 2022

Και τώρα, τι;

 


Ήταν πρωί Δευτέρας κι  η Αλίκη  ήταν ξαπλωμένη στον γκρι καναπέ του σαλονιού. Τσαγκαροδευτερα και δεν είχε δύναμη να πάει στο γραφείο. 

Είχε πάρει τηλέφωνο νωρίτερα και ενημέρωσε πως ήταν αδιάθετη και θα εργαζόταν από το σπίτι. 

Από εκείνη την ώρα όμως ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, είχε ανοίξει την τηλεόραση και έκανε ζάπινγκ παρακολουθώντας εναλλάξ όλα τα πρωινάδικα.

Αυτή η ανούσια συνήθεια, αυτό το χαζολόγημα στο χαζοκούτι την χαλάρωνε και την έκανε να μη σκέφτεται τίποτα. 

Χαμήλωσε τον ήχο, και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να κοιμηθεί για λίγο.

Την απολάμβανε την ησυχία του σπιτιού, την απολάμβανε την μοναξιά της.

Από πέρυσι που ο Άρης είχε φύγει για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, προσπαθούσε να βρει τους ρυθμούς της,και να μάθει ξανά να ζει μόνη της. 

Δεν ήταν εύκολο, αλλά χρειαζόταν να ρίξει τους ρυθμούς της και να φροντίσει λίγο περισσότερο τον εαυτό της. 

Είχε περάσει η ώρα, είχε φτάσει πια μεσημέρι.

Ο ήχος του κινητού της ακούστηκε από την άλλη μεριά του καθιστικού.

Άνοιξε τα μάτια  νωχελικά η Αλίκη και κοίταξε το μεγαλο ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Είχε φτάσει σχεδόν 2 η ώρα.

Πετάχτηκε έντρομη. Θα την ψάχνουν από το γραφείο, είχε παρακοιμηθει.


Έπιασε στα χέρια της το κινητο, έβαλε τα γυαλιά της -πατημένα τα 50 πια και η πρέσβιωπια δεν αστειεύεται -  και άνοιξε την εφαρμογή να δει ποιος της έχει στείλει μήνυμα.

Και τότε  το είδε. 

Ήταν ο Ορεστης.


-«Μου λείπεις…»,αυτό έγραφε μόνο.

Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένη το μήνυμα.

Έκλεισε το κινητό, το αγκάλιασε και ξάπλωσε στον καναπέ. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει…

Το κινητό χτύπησε ξανά…

Ήταν πάλι εκείνος…


-«Θέλω τόσο πολύ να σε δω…».

Έπιασε το κινητό στα χέρια της, κι άρχισε να πληκτρολογει . Κάτι έγραφε και μετά από λίγο πάλι το έσβηνε. Μπρος πίσω και ξανά από την αρχή. Έγραφε, έσβηνε για αρκετή ώρα. Ώσπου κατάφερε επιτέλους να απαντήσει. 


«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που όσο απελπισμένα και να τους θέλεις στην ζωή σου,δεν ανήκουν ποτέ εκεί. Κι εμένα μου λείπεις… Τόσο πολύ που κάποιες φορές αυτή η έλλειψη κάνει το σώμα μου να πονάει…»

Έστειλε το μήνυμα και έκλεισε το κινητό. 


Κατάφερε να σηκωθεί και σύρει το σώμα της μέχρι την κουζίνα. Πήρε  από το ντουλάπι ένα ποτήρι, το γέμισε με νερό και άνοιξε και το συρτάρι με τα χάπια και πήρε ένα ηρεμιστικό. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί όλο αυτό. Ένιωθε τόση ένταση και ταχυκαρδία, που νόμιζε θα σπάσει η καρδιά της σε χιλιάδες κομματάκια. Ξάπλωσε ξανά στον καναπέ, πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια.Έπρεπε να κοιμηθεί και να επανέλθει σε μια κατάσταση ηρεμίας. 

Είχε κι εκείνο το πρότζεκτ που έτρεχε στο γραφείο κι έπρεπε να κάνει την παρουσίαση μέχρι την επόμενη Δευτέρα. Αν συνέχιζε έτσι δεν θα προλάβαινε.

Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.

Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε περάσει, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. 

Μέσα στον ύπνο της δεν καταλάβαινε  τι συνέβαινε και πόση ώρα χτυπούσε το κουδούνι.

Σηκώθηκε ταραγμένη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. 

Δεν περίμενε κανέναν, «ποιος να είναι», αναρωτήθηκε.

Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε.

Ο Ορεστης στεκόταν μπροστά της και την κοιτούσε. 

«Γιατί έκλεισες το τηλέφωνο;», της είπε.

«Μόνο εσύ νομίζεις πως πονάς; Μόνο εσύ δεν αντέχεις; Μονάχα η δικιά σου καρδιά ραγίζει;», σχεδόν ούρλιαξε στην τελευταία πρόταση. 

Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. 

Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να κλαίει η Αλίκη. 

 35 χρόνια, πότε ξανά δεν είχε δει δάκρυ να κυλάει στα μάγουλα του. 

Είχε απομείνει αποσβολωμένη να τον κοιτάει.

Προχώρησε προς το μέρος της διστακτικά, και την έπιασε από τους ώμους. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε να την σπρώχνει απαλά προς τα πίσω μέχρι που ακούμπησε η πλάτη της στο τοίχο.

Κοιτάζονταν μέσα στα μάτια, με τα δάκρυα και των δυο να θολώνουν το βλέμμα τους.

Και τότε εκείνος αγκάλιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπο της, έσκυψε πάνω της και τη φίλησε με όση δύναμη του είχε απομείνει.

Τον έσπρωξε πίσω η Αλίκη. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. 

Και τον τράβηξε ξανά πάνω της, έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το φιλί της απελπισμένο. Απελπισμένο σαν να ήταν το τελευταίο.

Έτρεμε μέσα στην αγκαλιά του. 

«Και τώρα τι;», του ψιθύρισε. Δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της για να συναντήσει το δικό του.

«Και τώρα τι;», ψυθίρισε ξανά.

Δεν μίλησε ο Ορεστης.Μόνο την έσφιξε δυνατά μέσα στην αγκαλιά του.

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...