Η Αλίκη είχε φτάσει τελευταία σε αυτό το σουαρέ. Είχε αργήσει να φύγει από το γραφείο. Είχαν τόση πολύ δουλειά τις τελευταίες εβδομάδες που ένιωθε συνεχώς κουρασμένη.Δεν είπε όχι όμως σε αυτή την μάζωξη.
Θα ήταν άλλωστε κι ο Ορεστης εκεί. Για την ακρίβεια ο Ορεστης ήταν αυτος που είχε κανονίσει αυτή τη βραδιά για να δουν ταινία στο σπίτι. Στο δικό του σπίτι δηλαδή, στο σπίτι που συζούσε με την Αλεξάνδρα.
Η Αλεξάνδρα έλειπε. Είχε ταξίδι εκείνο το βράδυ Αθήνα - Βαρκελώνη. Θα επέστρεφε το επόμενο μεσημέρι.
Ειχαν όλοι μαζευτεί μολις έφτασε η Αλικη. Ο Αλέξης, η Ηλέκτρα με το Θάνο, η Άσπα και ο Σωτήρης. Και φυσικά ο Ορέστης.
Η ταινία μολις είχε αρχίσει και ήταν σκοτεινά στο σαλόνι. Είπε ένα χαμηλόφωνο καλησπέρα για να μην ενοχλήσει και σκάναρε το χώρο για να δει που θα καθίσει.
Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει.
Βρήκε μια θέση τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη.
Οι άλλοι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, αφου η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό.
Ο Ορέστης καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι.
Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα.
Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει.
Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία.
Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία.
Μα γιατί πήγε;
" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη.
«Εεε, ναι. Λίγο νερό αν μπορείς…", του απάντησε νευρικά.
Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε.
Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι.
Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε:
"Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις".
Το σκέφτηκε γα λίγο.
Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε.
Ανέβασε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι.
Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι κάλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά.
Να, τώρα.
Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι;
Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό;
Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο.
Μα είναι πράγματα αυτά;
Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα;
Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία.
Για την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία.
Ποια ταινία;
Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει.
Εδώ και 27 λεπτά -τα μετρούσε με το ρολόι της-υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.
Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.
Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν κάθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος.
Ή μάλλον αδιάβαστος. Ναι αδιάβαστος.
Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".
Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής.
Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της.
Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία.
Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.
Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση.
Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μηδενίζονται τα εκατοστά.
Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη.
Δεν τους χωρίζει τίποτα πια.
Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και 59 λεπτά.
Μέσα στην παλάμη του Ορέστη.
Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει.
Αυτό ήταν.
Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία.
Ποιος νοιάζεται τώρα γι’ αυτά;
Ποιος νοιάζεται για την ταινία;
Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω;
Μόνο για την γκρι κάλτσα.
Μόνο για τη γκρι κάλτσα.
Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα;
Ε, πες μου, έχεις ξαναδεί;
Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιοειπωμένες φράσεις. Τις αφήνεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλημμυρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχειλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου και κάνουν την αφή σου αλλιώτικη...
και θέλουν να αγκαλιάσουν απελπισμένα μια κάλτσα γκρι…