Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.
Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υπόλοιπους να κουβεντιάζουν.
Δεν είχε καθόλου διάθεση να συμμετέχει στην κουβέντα κι απλώς τους παρακολουθούσε.
Ο Ορέστης κάθονταν ακριβώς διαγώνια από εκείνη, δίπλα στον Αλέξη και την Ελπίδα και συζητούσε με τους υπόλοιπους για τις επερχόμενες εκλογές και για την γενικότερη πολιτική κατάσταση.
Είχε παθιαστεί με τη συζήτηση και αν και ήταν απόλυτα προσηλωμένος εκεί, έριχνε κλέφτες ματιές στην Αλίκη.
Η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά, ο Αλέξης είχε βγει εκτός εαυτού, φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια προσπαθούσε να εξηγήσει κάποιο ιδιαιτέρα πολύπλοκο πολιτικό θέμα μα τον διέκοπταν συνεχώς οι υπόλοιποι της παρέας που διαφωνούσαν μαζί του.
Κάποια στιγμή πετάχτηκε από τη θέση του και εκνευρισμένος άρπαξε το πακέτο με τα τσιγάρα που ήταν πάνω στο τραπέζι και πετάχτηκε στην βεράντα.
Η Ελπίδα τον ακολούθησε για να τον ηρεμήσει αλλά και γιατί κι εκείνη μάλλον χρειαζόταν ένα τσιγάρο για να χαλαρώσει.
Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να μιλούν και να φωνάζουν δυνατά προσπαθώντας ο καθένας να επιβάλει στον άλλο την πολιτική του άποψη.
Μέσα στην αναστάτωση και στη φασαρία που γινόταν, ο Ορέστης πήρε το ποτό του στα χέρια και αφού έσπρωξε την καρέκλα του με τρόπο προς τα δεξιά, έκατσε σχεδόν δίπλα στην Αλίκη.
«Γιατί κάθεσαι εδώ χωρίς να συμμετέχεις καθόλου; Σε κάνουμε να βαριέσαι;», της είπε με περιπαιχτικό ύφος.
«Απλά είμαι κουρασμένη.Σας απολαμβάνω όμως να τσακώνεστε», του απάντησε εκείνη χωρίς να τον κοιτά.
Εκείνος την πλησίασε ακόμη περισσότερο και σχεδόν ακούμπησε τον ώμο του στον δικό της.
«Μου λείπεις…», της ψιθύρισε.
Τον κοίταξε και στην αρχή δεν είπε τίποτα.
«Καμία φορά μου λείπεις… και μένα..», του ψιθύρισε κι εκείνη, κοιτώντας τριγύρω μήπως τους ακούει κάποιος.
Τότε τον πλησίασε ακόμη περισσότερο και σχεδόν ακούμπησε τα χείλη της πάνω στο αυτί του και συνέχισε να ψιθυρίζει:
«Μου λείπεις και νιώθω πως λείπει ένα κομμάτι μου. Ψάχνω να σε βρω μέσα μου…εκεί που σε έχω φτιάξει μόνο δικό μου… εκεί μέσα μου με ηρεμείς…»
Τραβήχτηκε απότομα εκείνος μακριά της.
Σα να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.
«Τι έπαθες; Σε πείραξε αυτό που είπα;», το κοίταξε λυπημένα εκείνη.
Της έπιασε απότομα το χέρι και την έσφιξε, εκεί λίγο πάνω από τον καρπό.
«Με τι να γλιτώσω τις εικόνες που πνίγουν το μυαλό μου ;
Ό,τι και αν κάνω
η σκέψη σου πάντα με συντροφεύει
με τυραννάει
με ανεβάζει στα σύννεφα
στιγμιαία...
πώς να στο πω πια που τα λόγια μου χάνουν την αξία τους;
Σε χρησιμοποιώ...
αυτή είναι η αλήθεια.
Σε χρησιμοποιώ για να ξεφύγω από ότι με πονάει, ότι με δυσκολεύει.
Χρησιμοποιώ εσένα, την ιδέα σου, τα λόγια σου, τη σιωπή σου, το γέλιο σου,την παρουσία σου, την απουσία σου...
Σε χρησιμοποιώ... γιατί μπορείς και διώχνεις τους δαίμονες μου…», με μια ανάσα τα είπε όλα ο Ορέστης, ψιθυριστά.
Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα και για μια στιγμή γύρισε άλλου το βλέμμα του.
Ο Αλέξης και η Ελπίδα εκείνη την στιγμή έσπρωξαν την μπαλκονόπορτα και μπήκαν ξανά στο σαλόνι γελώντας και σχολιάζοντας τα δικά τους.
Η Ελπίδα κάθισε δίπλα στον Ορέστη και άρχισε να ψάχνει μέσα στην τσάντα της να βρει το κινητό της.
Ο Αλέξης όμως είχε σταθεί ακίνητος ανάμεσα στην Αλίκη και τον Ορέστη.
Έπιασε με τρόπο το χέρι του Ορέστη που ακόμη κρατούσε σφιχτά τον καρπό της Αλίκης.
Τους κοίταξε και τους δυο θυμωμένος.
«Δεν έχετε κουραστεί πια;», τους ψιθύρισε.
No comments:
Post a Comment