Wednesday, November 23, 2022

Όνειρο μέσα σ’ όνειρο




«Θα μείνεις μαζί μας, πάει και τελείωσε», της είπε αυστηρά ο Αλέξης.

 «Αλίκη, ούτε να το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις μόνη σου στο σπίτι που πριν λίγες ώρες διέρρηξαν, είναι επικίνδυνο, κατάλαβες;»! 

Η Αλίκη είχε μείνει ανέκφραστη, μα το βλέμμα της πρόδιδε πως φοβόταν πολύ. 

Στο σπίτι του Αλέξη έμενε κι ο Ορέστης. 

Πως θα έμεναν ένα ολόκληρο βράδυ μαζί; Στο ίδιο σπίτι;

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της ο Αλέξης την είχε πιάσει από το χέρι και την τραβούσε μέσα στο σπίτι. 

«Αλέξη, καλύτερα να πάω να μείνω στην Ηλέκτρα», πρόλαβε να ψελλίσει η Αλίκη.

 «Ούτε να το σκέφτεσαι! Σιγά μην τρέχεις μέσα στη νύχτα στο κέντρο. Τελείωσε η συζήτηση». 

Μπήκαν κι οι δυο στο καθιστικό. 

Ο Ορέστης καθισμένος στον καναπέ, ξυπόλητος και φορώντας μια φαρδιά χακί βερμούδα, ακουμπούσε στα πόδια του το φορητό υπολογιστή, και ήταν απόλυτα προσηλωμένος σε κάποιου είδους σπουδαία εργασία. 

Ούτε μια ματιά δεν έριξε στην Αλίκη και τον Αλέξη που πέρασαν από μπροστά του, ούτε που ρώτησε τίποτα.

«Λοιπόν θα κοιμηθείς στο διπλό κρεβάτι! Ο μπαμπάς λείπει για το σαββατοκύριακο, οπότε είναι όλο δικό σου! Καινούρια σεντόνια έχει στο ντουλάπι!»,της χαμογέλασε ο Αλέξης. 

«Πεινάς; Θες να σου φέρω κάτι από την κουζίνα;»,της είπε. 

«Όχι Αλέξη μου! Θα κάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω! Εντάξει;», του είπε και του χάιδεψε με το χέρι της τα μαλλιά. 

«Αν θες κάτι φώναξε με αμέσως, εντάξει;». «Εντάξει, μην ανησυχείς».

Ο μικρός χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. Η Αλίκη μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε από το μπάνιο και ξαναμπήκε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε το ντουλάπι, βρήκε τα σεντόνια που της είπε ο Αλέξης και τα έστρωσε στο κρεβάτι. 

Προχώρησε προς το παράθυρο και το βλέμμα της έπεσε στο φως του καθιστικού. Ήταν ακόμα αναμμένο. Ο Ορέστης ήταν ακόμα εκεί. 

Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, στη δεξιά άκρη του, τόσο άκρη που λίγο ακόμα και θα βρισκόταν από κάτω. 

Ξάπλωσε στο πλάι, σχεδόν σε εμβρυική στάση, κοιτώντας επίμονα την πόρτα του δωματίου, λες και κάτι περίμενε. Ήταν τόσο κουρασμένη που την πήρε αμέσως σχεδόν ο ύπνος.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξε, την ξύπνησε. 

Άνοιξε τα μάτια και είδε την φιγούρα του να στέκεται μπροστά από την κλειστή πόρτα, κι αμέσως μετά να ξαπλώνει δίπλα της στο κρεβάτι και να χώνεται στην αγκαλιά της. 

Σαν μικρό παιδί, με την πλάτη του να ακουμπάει στο στήθος της, έμεινε εκεί ακίνητος. Για ώρα, για πολύ ώρα χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Η καρδιά της Αλίκης άρχισε να χτυπά σε έναν ρυθμό τρελό, σε ένα ρυθμό δυνατό και ακαθόριστο, σ’ ένα ρυθμό νευρικό. Ένιωθε πως η καρδιά της θα σταματούσε, θα έσπαγε από τον χτύπο.

 Κι εκείνος τον άκουγε;  Τον ένιωθε να σφυροκοπάει πάνω του, αφού το στέρνο της ακουμπούσε στην πλάτη του; 

Δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά η καρδιά της. 

Ο θόρυβος έφτανε εκκωφαντικός στα αυτιά της. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, να μείνει σχεδόν ακίνητη, να αναπνέει αθόρυβα. Να μην τελειώσει η στιγμή, η δική τους στιγμή. 

Να μην περάσει η ώρα. Να μην ξημερώσει. Κοίταξε ξανά την αγκαλιά της. 

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. 

Ο Ορέστης βρισκόταν στην αγκαλιά της, στη δική της αγκαλιά, μέσα στα χέρια της, ξαπλωμένος, ήρεμος, και δικός της. 

Μόνο δικός της.  

Έστω μέχρι να ξημερώσει.

Κι ενώ αυτός κοιμόταν πια, του ψιθύρισε στ’αυτί…

«Η νύχτα γίνεται αθώα όταν κοιμάσαι… Εσύ μπορείς  να 'ρχεσαι κάθε νύχτα. Θα μου κλείνεις το μάτι και θα σε μπάζω στ' όνειρο… Ήσουν σ’ εκείνο το όνειρο που ονειρευόμουν χθες. Κατάφερες και μ’ έκανες να ξυπνήσω… ξέρεις… Στο ίδιο όνειρο εμείς οι δυο να παίζουμε ΣΟΣ… κάθε φορά με κερδίζεις, κάθε φορά… τα όνειρα είναι αθώα, μα εσύ κάθε φορά είσαι ο νικητής. Και μεταμορφώνεσαι, αλλάζεις, κρύβεσαι, φανερώνεσαι… Κι όταν μεταμορφωθείς σε εισιτήριο απεριόριστης διαδρομής θ’ ανοίξω το παράθυρο με τις πολυσύλλαβες λέξεις, εκείνες που δεν μας αντέχουν γιατί θα μυρίζουμε αλήθειες… 

Ακόμα κοιμάσαι…

Αναρωτιέμαι τι ονειρεύεσαι… ;»

Έκλεισε κι εκείνη τα μάτια της για να κοιμηθεί. Μπορεί να τον είχε στην αγκαλιά της αλλά ήθελε να τον ονειρευτεί. 

Είχε μάθει πια τόσο να τον ονειρεύεται…

Όνειρο μέσα σ’ όνειρο…

Monday, November 7, 2022

Κανείς δεν φταίει…

 



Μα τι συνέβαινε; 

Τι ακριβως έκανε κλεισμένη στην τουαλέτα του καφε;Τι σκεφτόταν η Αλίκη;

Όχι δεν έπρεπε να τον σκέφτεται.Δεν έπρεπε να τον περιμένει.

Ήταν σίγουρη ομως πως αφου σηκώθηκε εκείνη από το τραπέζι και  κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα, θα την ακολουθούσε κι εκεινος.

Στεκόταν όρθια πίσω από την πόρτα, είχε κλείσει τα μάτια και μετρούσε … οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα…

Σταμάτησε να μέτρα. Άκουσε βήματα. Η αναπνοή της σταμάτησε.Έσβησε το φως 

της τουαλέτας και περίμενε…

Μόλις τα βήματα ακούστηκαν έξω από την πόρτα άνοιξε αργά και το χέρι της άρπαξε απότομα τον Ορεστη από το μπράτσο και τον τράβηξε μέσα, κλείνοντας ξανά την πόρτα.

Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούγονταν τίποτα.ούτε οι ανάσες τους…

-«Αλίκη… τι συμβαίνει;» Ψυθίρισε ο Ορέστης.

Μα εκείνη δεν απάντησε. Τον έπιασε από τους ώμους και τον κολλησε με την πλάτη στην πόρτα.

-«Τι κανείς; Έχεις τρελαθεί;» συνέχισε να ψυθιριζει ο Ορεστης.

Μα η Αλίκη δεν σταματούσε. Τον κρατούσε με τα δυο της χέρια από το πρόσωπο και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει…

Ήθελε τόσο να τον φιλήσει…

Ένα φιλί κι άλλο ένα, κι άλλο ένα…

Δεν σταματούσε…

Την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Ορεστης…

«Αγάπη μου… γιατί μου το κανείς αυτό; Είναι έξω η Ελπίδα… αν καταλάβει κάτι…», ψυθίρισε ξανά ο Ορέστης.

  • «Δεν με νοιάζει κι ο θεός ο ίδιος να ναι έξω…. Κατάλαβες; Δεν με νοιάζει τίποτα πια», φώναξε εκείνη.
  • «Αλίκη μου, σε παρακαλώ… δεν είμαστε παιδιά πια…», την εκλιπαρούσε σχεδόν ο Ορεστης.
  • «Αυτό λέω  κι εγώ Ορεστη…δεν είμαστε παιδια πια όπως τότε… πενηνταρησαμε… Κουράστηκα…»,τον έσπρωξε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Έφτασε στο τραπέζι και έκατσε ξανά στη θέση της, δίπλα στον Αλέξη και το Μιχάλη και ακριβως απέναντι από την Ελπίδα. Με τα από λίγο ήρθε κι ο Ορεστης. 

Συνέχισαν τον καφε τους σα να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό.

Εκτός ισως από τον Αλέξη, που ήξερε τι συνέβαινε παλιά μεταξύ των δυο, αλλα δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό που συνέβαινε τότε, σχεδόν 30 χρόνια πριν, είχε ξεκινήσει και πάλι από την αρχή.


Έπρεπε να συνέλθουν και οι δυο… Το ήξερε η Αλίκη μέσα της πως έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό που υπήρχε μεταξύ τους… Δεν ήταν παιδιά πια…


Γύρισε σπίτι μετά από ώρα εξαντλημένη πια.

Εξαντλημένη συναισθηματικά και ψυχικά.

Έκατσε στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του υπνοδωματίου, με τα πόδια δεμένα οκλαδόν και το φορητό υπολογιστή ακουμπισμένο πάνω τους, κοιτούσε χωρίς βλέμμα την οθόνη. Κοιτούσε την οθόνη μα το βλέμμα της την διαπερνούσε. 

Το μυαλό της ταξίδευε, χωρίς έλεγχο, χωρίς ειρμό. 

Τι ήταν πια αληθινό και τι φανταστικό; Μήπως όλα ήταν ένα σήριαλ με συνέχειες στο μυαλό της; 

Ήθελε να γράψει τα πάντα. 

Κάθε μικρή, πιθανή και απίθανη λεπτομέρεια. 

Να μην ξεχάσει τίποτε. Μα μην ξεχάσει ποτέ.

Να μπορούσε να βρει λέξεις να αποτυπώσει ακόμα και τη μυρωδιά του. 

Ακόμα και τον μικρό γδάρσιμο από τα γένια του στο πρόσωπο της. 

Την μικρή αμυχή που είχαν τα χείλη του. 

Τον τρόπο που τα  δάχτυλα του μπλέχτηκαν με τα δικά της και βρήκαν τη θέση τους σαν να ήταν εκεί από πάντα. Αγκαλιάστηκαν τα δάχτυλα και κλείδωσαν εκεί. 

Και μετά η αγκαλιά του. Πάντα σταματούσε ο χρόνος στην αγκαλιά του. 

Και μετά την φίλησε. Όχι, εκείνη τον φίλησε. Όχι, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όχι, όχι. Δεν θυμάται. 

Τι σημασία έχει όμως; Θυμάται σίγουρα πως το δεξί της χέρι ακουμπούσε στο μάγουλο του, και τα πρόσωπα τους πλησίαζε διστακτικά το ένα το άλλο ώσπου  έγιναν ένα. Δεν ξεχώριζες πια που ξεκινούσε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος. Δυο πρόσωπα σε ένα... 

Φαύλος κύκλος, όλα ξανά από την αρχή όπως τότε… ποτέ θα τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο;

Είναι αλήθεια ή όνειρο;

Σταυρώνει τα χέρια νωχελικά κι ορκίζεται πως δεν υπήρξε. Μα η μνήμη όμως δελεάζεται απ' όλα εκείνα που δεν ζήσανε μαζί. Κολλάει μέλι στο γρανάζι της λήθης. Διαρκής ολίσθηση από τις μεγαλοστομίες. Κι έτσι πάνω στον όρκο της γυναίκας που ξέχασε, το παιδάκι που του έκλεψαν το μπαλόνι νικάει θριαμβευτικά. 

Έρωτας που κάνει κρότο και πιάνει χώρο κι ας χτυπάει μέσα της η περηφάνια του ανθρώπου που κλειδώνει ό,τι πραγματικά τον πονά…

Δε φταίει εκείνη, δεν φταίει εκείνος, κανείς δεν φταίει…

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...