Saturday, May 15, 2021

Ίσως τότε τα καταφέρουν




 Το αυτοκίνητο έτρεχε παράλληλα με τη λευκή λωρίδα που χώριζε το δρόμο. Ένα δρόμο στενό και με αρκετές στροφές. Εκείνη άφηνε το χέρι της κρεμασμένο έξω από το παράθυρο κι ο αέρας το σήκωνε ψηλά. Της άρεσε πάντα αυτό το παιχνίδι, από παιδί. 

Που και που σταματούσε το παιχνίδι και του έριχνε κλεφτές ματιές. Εκείνος οδηγούσε προσηλωμένος. Κάποιες φορές άλλαζε τραγούδι στο ραδιόφωνο, κι άναβε τσιγάρο. Το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, με εκείνο τον χαρακτηριστικό του τρόπο. Σχεδόν το αγκάλιαζε, κι έπειτα έκανε μια ρουφηξιά κοφτή, απότομη. 

Δέκα κουβέντες δεν αντάλλαξαν σ’ όλη τη διαδρομή. Εκείνη κρατούσε την ανάσα της. Ανάσαινε αθόρυβα για να μην χαλάσει ούτε ο πιο μικρός ψίθυρος τη στιγμή. Τη στιγμή τους. Γέλασε με την ίδια τη σκέψη της. Το μικρό γέλιο, χάλασε για λίγο την συνέχεια του τραγουδιού που έπαιζε. Της άρεσε και μόνο που το σκέφτηκε: Η στιγμή τους! 

Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Μα, γιατί γελάει;» αναρωτήθηκε, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα.

Μετά την τελευταία στροφή φάνηκε μπροστά τους η θάλασσα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο δρόμο, παράλληλα με την αμμουδιά. Πήραν μαζί τους τα πράγματα και άρχιζαν να κατηφορίζουν στην παραλία. Σταμάτησαν, λίγο πριν την θάλασσα κι άφησαν τα πράγματα στην αρχή ενός τεράστιου βράχου.
 Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, η συννεφιά απειλητική και φαινόταν πως από στιγμή σε στιγμή ερχόταν μπόρα. 

Ποιος σκέφτηκε να έρθουν για μπάνιο τέτοια μέρα; Εκείνη κρύωνε. Καθόταν και κοιτούσε τη θάλασσα αναποφάσιστη. Κι εκείνος, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς το νερό, και στο τέλος βούτηξε. Τον ακολούθησε. Τον ακολούθησε κι ας κρύωνε. Μια βουτιά μονάχα κι αμέσως βγήκε έξω. Τυλίχτηκε με την πετσέτα και τα δόντια της χτυπούσαν νευρικά από το κρύο. Τα χείλια της είχαν γίνει μπλε. Έκατσε στην άμμο, λύγισε τα γόνατα, τύλιξε δυο φορές την πετσέτα γύρω της, και το μόνο που φαινόταν πια ήταν το κεφάλι της.

 Επιτέλους, βγήκε κι εκείνος από το νερό. Άρπαξε μια πετσέτα, σκεπάστηκε και κάθισε πλάι της. Κάθισε, ούτε μακριά ούτε κοντά, σα να κρατούσε απόσταση ασφαλείας.
 Αντάλλαξαν κάποιο ανούσιο σχόλιο για τον καιρό, για το κρύο, για την ώρα, για το μέρος. Και τότε, λίγο μετά από όλη αυτή τη σαχλή κουβέντα, ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του. Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει, όχι όμως κι η κουβέντα. 

Εκείνη ζεστάθηκε και τράβηξε την πετσέτα από τους ώμους, κι έπεσε να καλύπτει μέχρι την μέση της. Η κουβέντα είχε σταματήσει. Κοιτούσαν κι οι δυο τη θάλασσα αμίλητοι. 
Το χέρι του ακούμπησε στην μέση της. Την χάιδευε, τα δάχτυλα του απαλά άγγιζαν την μέση της. Πόση ώρα, πόση ώρα να διήρκησε αυτό; Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν γύρισε ούτε μια στιγμή. Ούτε σηκώθηκε να φύγει όμως. Συνέχιζε να κάθεται και να κάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα. Ή σαν να συμβαίνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό. 

Γιατί είχε πάει εκεί μαζί του; Έπρεπε να σηκωθεί να φύγει, να του πει να σταματήσει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα της. Έπρεπε να σταματήσει, αλλά δεν ήθελε. Ήθελε να γυρίσει να του δώσει μια μπουνιά ή να τον φιλήσει;

Να τον φιλήσει; Αν γυρνούσε τώρα και τον φιλούσε τι θα γινόταν; Αν θα γυρνούσε έτσι απότομα και του έδινε ένα φιλί τι θα έκανε; 
Αν… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της. 

Ο ήχος του κινητού ακούστηκε επιτακτικός, κι εκείνος τράβηξε το χέρι του από τη μέση της… “Καλημέρα αγάπη μου...Ε,ναι στη θάλασσα είμαι,ήρθα για μια πρωινή βουτιά...Ναι καλά είμαι». Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από την Αλίκη,για να συνεχίσει το τηλεφώνημα του.

Εκείνη συνέχισε να κοιτάει τη θάλασσα. Δεν αισθανόταν τίποτα πια. Ζήλεια;Όχι ούτε ζήλεια,δεν είχε αυτό το δικαίωμα.Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί,μόνη της μαζί με τον Ορεστη. Δεν έπρεπε να βρίσκονται μάλλον καθόλου.
Ποτέ και πουθενά.
Θα έπρεπε να σβήσουν ο ένας το τηλέφωνο του άλλου,να μετακομίσουν μακριά,να τους χωρίζει ίσως ένας ολόκληρος ωκεανός,και τότε ίσως τότε καταφέρουν να ξεχάσουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
Ίσως τότε τα καταφέρουν...

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...