Tuesday, December 21, 2021

Ο από μηχανής θεός

 


Βγήκαν κι οι τρεις, σχεδόν αγκαλιασμένοι, έξω από το μπαράκι σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγούδι.

Ήταν τέλη Οκτώβρη, παραμονή του Αγίου Δημητρίου, κι η βραδιά ήταν όμορφη και ζέστη, σχεδόν καλοκαιρινή.

 Ο Αλέξης με τον Ορέστης, προχωρούσαν  μπροστά κι η Αλίκη τους ακολουθούσε. Τα αγόρια είχαν πιει τόσο πολύ που καμιά άλλη φορά δεν τους είχε δει σε αυτή την κατάσταση.Ευτυχώς εκείνη δεν είχε πιει καθόλου κι έτσι θα τους επέστρεφε σπίτι. Μάλλον ήταν προσχεδιασμένο όλο αυτό,αφού επέμεναν οι δυο τους, να βγουν με το δικό της αμάξι.

Σταμάτησαν, δίπλα στο αυτοκίνητο της Αλίκης. Εκείνη  έψαχνε τα κλειδιά της μέσα στην τσάντα της. Ο Ορέστης ακουμπισμένος στο καπό την κοιτούσε και της χαμογελούσε. Είχε αυτό το ύφος το λίγο μεθυσμένο λίγο ευτυχισμένο. 

Η Αλίκη ξεκλείδωσε το αμάξι, κι ο Αλέξης άνοιξε αμέσως την πίσω πόρτα και χύθηκε στο κάθισμα.

Εκείνη άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του οδηγού. 

Ο Ορέστης καθόταν ακόμα έξω. Χαμογελούσε αμήχανα, κι ενώ άλλες φορές, εκείνη ξεκινούσε τις αερολογίες, αυτή τη φορά εκείνος είχε χάσει λίγο τον έλεγχο. 

Ή μήπως έκανε πως τον είχε χάσει; 

Το ποτό που είχε καταναλώσει τον έκανε πιο χαλαρό. Αυτή η σφιγμένη του διάθεση, κι η ανάγκη του να δείχνει πάντα χαλαρός και άνετος, καμιά φορά την μπέρδευε. Σαν να μην είχε καθόλου αισθήματα. Σαν να ήταν παγωμένος. Μάλλον όχι, το παγωμένος θα ήταν υπερβολικό.

 Έμοιαζε πάντα απόμακρος, και μόνο κάποια βράδια σαν το αποψινό, έριχνε τον τοίχο που είχε χτίσει γύρω του. Χαμογελούσε αληθινά, ψιθύριζε αληθινά, άγγιζε αληθινά. Κι αυτά τα μάτια του, καστανά συνηθισμένα, μα κάτι τέτοια βράδια έλαμπαν, και διηγούνταν ιστορίες μαγικές, παραμυθένιες. 

Κι εκείνη ξεχνούσε ποιος είναι, ξεχνούσε ποια είναι κι η ίδια, και το μόνο που είχε σημασία ήταν να την τραβάει απαλά στην αγκαλιά του. Να αγγίζει το στέρνο του το δικό της, και να τη σφίγγει για δευτερόλεπτα πάνω του. Κι οι κουβέντες τους  λιγοστές. Λες και δεν χρειάζονταν, λες και περίσσευαν, αφού όσα είχα να πουν τα λέγαν οι καρδιές τους τη στιγμή που ακουμπούσε το ένα σώμα πάνω στο άλλο.

Ο Ορέστης κάθισε τελικά στο κάθισμα του συνοδηγού κι φόρεσε μηχανικά τη ζώνη. Η Αλίκη έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκίνησε. 

Είχαν φτάσει ήδη χαμηλά στην Πειραιώς και είχε ανάψει το φλας για να στρίψει δεξιά στο φανάρι που οδηγούσε στην εθνική.


Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο κι έψαχνε να βρει σταθμό. Γελούσε σε κάθε κομμάτι που πετύχαινε. Μουρμούριζε τους στίχους και γελούσε. Γελούσε και γελούσαν όλα γύρω του. 

«Όταν γελάς, παγώνει η στιγμή κρατάει αιώνια…».

 Κι εκείνη οδηγούσε όσο πιο αργά μπορούσε, για να μην τελειώσει αυτό, να το καθυστερήσει όσο περισσότερο γινόταν. Να μην φτάσουν ποτέ σπίτι. Να μείνουν εκεί στο αυτοκίνητο και να τον βλέπει να της γελάει.

Μα τη σκέψη της έκοψε η απότομη κίνηση του.

Ξαφνικά σταμάτησε να παίζει με το ραδιόφωνο και ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα.

Έστρεψε το βλέμμα του προς εκείνη , μα η Αλίκη  συνέχιζε να οδηγά με τη ματιά της καρφωμένα στο δρόμο. 

Φοβόταν να γυρίσει να τον αντικρούσει. 

Φοβόταν τον εαυτό της. 

Φοβόταν ότι θα τον ρωτούσε όλα της τα "γιατί".

Φοβόταν τι θα της απαντούσε...


Συγκεντρώθηκε ξανά στο δρόμο, ετοιμάστηκε να κατεβάσει ταχύτητα, πάτησε το συμπλέκτη και το χέρι της ακούμπησε το λεβιέ των ταχυτήτων. 

Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή,το δικό του χέρι ήρθε κι αγκάλιασε το δικό της. 

Άγγιξε τα δάχτυλα της απαλά και τα αγκάλιασε.

Κρατούσε το χέρι της, λες κι ήταν κάτι πολύτιμο. 

Το κρατούσε λες και δεν ήθελε να το αφήσει ποτέ.

 Απλά κρατούσε το χέρι της.

 Κι εκείνη; Δε μιλούσε. 

Απλά άφηνε τα δάχτυλα τους να αγκαλιάζονται.

 Έτσι απλά…


Ο χρόνος έμοιαζε να τελειώνει. 

Πλησίαζαν στο σπίτι.

Ο Αλέξης ξύπνησε, και ανασηκώθηκε από το πίσω κάθισμα.

"Φτάνουμε ρε παιδιά;"ρώτησε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

"Σε λίγο Αλέξη μου, είμαστε κοντά", του είπε η Αλίκη.

"Βασικά...", είπε κάπως διστακτικά ο Ορέστης, "αν είναι θα σε αφήσουμε εσένα στο σπίτι πρώτα και θα με πάει εμένα η Αλίκη να πάρω το αυτοκίνητο μου, που το έχω αφήσει στο σπίτι της".

Δεν μίλησε κανείς.

Η Αλίκη κατάλαβε. 

Κατάλαβε πως ήθελε να μείνουν οι δυο τους.

Μα δεν έπρεπε να μείνουν οι δυο τους.

Όχι, σίγουρα όχι. Αυτό δεν θα το άντεχε η Αλίκη.

Δεν θα μπορούσε αυτό το βράδυ να συγκρατηθεί.


Το κατάλαβε όμως κι ο Αλέξης, παρ' όλη τη νύστα και το μεθύσι του.

Και σαν από μηχανής θεός, είπε:

"Α, όχι δεν θα με πάτε σπίτι! Πεινάω! Θα πάμε πρώτα να φάμε κάτι, εκεί απέναντι από το σπίτι της Αλίκης, στο γωνιακό μαγαζάκι και μετά παίρνουμε το αυτοκίνητο και με γυρνάς σπίτι Ορέστη μου".


Ο Ορέστης κάτι μουρμούρισε, αλλά τελικά συμφώνησε.


Άργησε λίγο, αλλά μάλλον το κατάλαβε πως ήταν λάθος να μείνουν οι δυο τους.


Εκείνος κι η Αλίκη ξανά. Μεγάλο λάθος. 


Είχε δίκιο ο μικρός, ήξερε τι θα συνέβαινε και προσπάθησε να το προλάβει.


Η Αλίκη κοίταξε τον Αλέξη μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκίνητου.

 

Την κοίταξε και εκείνος κάνοντας της ένα νεύμα με το κεφάλι.


Ήξεραν κι οι δυο.


Μα σώπαιναν κι οι δύο.

 

Friday, December 10, 2021

Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό



 Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Λίγο πριν φτάσει στο τέλος της σταμάτησε απότομα. Έφτιαξε λιγάκι τα μαλλιά της, έστρωσε τη μπεζ φούστα της και ίσιωσε το λευκό της μπλουζάκι.Έβαλε το κινητό της στο τσαντάκι της, και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε το βήμα της και κατέβηκε από τη σκάλα στο πεζοδρόμιο.

Εκείνος είχε παρκάρει ακριβώς απέναντι από την είσοδο,στην άλλη πλευρά του δρόμου.

Πλησίασε η Αλίκη γρήγορα και άνοιξε την πόρτα. 


«Καλησπέρα», της είπες ο Ορεστης! «Μόλις ήρθα».

«Πάντα Εγγλέζος στο ραντεβού σου», γέλασε εκείνη.

«Δεν είναι ραντεβού», της είπε.

«Ε,καλά τώρα…μην κανείς έτσι! Δεν σε ζήτησα και σε γάμο!», του πέταξε νευριασμένη η Αλίκη, έτοιμη να αρπαχτεί. 

«Πως να ονομάσω αλλιώς τη συνάντηση μας δηλαδή; Αφού δώσαμε συγκεκριμένη ώρα να συναντηθούμε; Ραντεβού το λέει ο κόσμος! Δεν είναι κάτι κακό! Έλεος πια! Πρέπει να προσέχω όλη την ώρα τι θα σου πω και πως θα το πω», ξεφύσησε αναστατωμένη φανερά εκείνη. Είχε ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού και είχε σταυρώσει νευριασμένη τα χέρια της. 


Εκείνος δεν είπε κουβέντα. 

Χαμογέλασε λιγάκι μόνο, για να μην τον δει και συνεχίσει τον εξάψαλμο η μικρή. 

Του άρεσε όταν την νευριαζε, τον τρέλαινε.

Ήταν τόσο όμορφη όταν θύμωνε. Ήθελε να δαγκώσει τα χείλη της. Ειδικά όταν τα σούφρωνε έτσι θυμωμένη όταν ήταν. 

«Τι θα γίνει;θα ξεκινήσουμε καμία φορά;» Τον ρώτησε μουτρωμένη η Αλίκη!

Ο Ορέστης βγήκε από τις σκέψεις του και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο.

«Ναι να μην αργήσουμε κιόλας στα γενέθλια».

Οδηγούσε ήρεμος και ήταν απόλυτα προσηλωμένος στο δρόμο.

Είχε ανοίξει και το ραδιόφωνο και ακούγανε τραγούδια που άρεσαν και στους δυο. 

Η Αλίκη έδειχνε λίγο πιο ήρεμη και χαλαρή. Σα να είχε ξεχάσει όλο το προηγούμενο συμβάν.

Είχαν φτάσει κοντά στην κεντρική πλατεία, όταν ο Ορέστης παρκαρε το αυτοκίνητο ακριβώς δίπλα στην Εθνική τράπεζα.

Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη εκείνη.

Έβγαλε την κάρτα ανάληψης που είχε στην τσέπη του τζιν του και της της έδωσε.

Η Αλίκη συνέχισε να το κοιτά αποσβολωμένη.

"Μπορείς να κατέβεις να τραβήξεις 40€ από το μηχάνημα ανάληψης;", της ρώτησε.

"Ο κωδικός είναι 2002".

Τον κοίταξε παραξενεμένη. Δεν είπε τίποτα.

Πήρε την κάρτα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο σαν υπνωτισμένη.

Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της εκείνη τη στιγμή. Τι σήμαινε τώρα αυτό;

Γιατί της έδωσε την κάρτα; Απλά βαριόταν να κατέβει εκείνος να κάνει την ανάληψη; Ήθελε να της δείξει ότι την εμπιστεύεται; 

Μέχρι να τα σκεφτεί όλα αυτά είχε ήδη επιστρέψει στο αυτοκίνητο και του έδωσε τα χρήματα και την κάρτα.


Δεν είπαν τίποτα άλλο και απλά συνέχισαν το δρόμο τους.

Έτσι συνέβαινε πάντα. Δεν σχολίασε τίποτα η Αλίκη. Σα να φοβόταν την απάντηση που θα άκουγε στο ερώτημα της. Θα της απαντούσε απότομα, ίσως και να την γείωνε. Και στο τέλος μπορεί και να τσακώνονταν.

Μπορεί και να μη γινόταν βεβαία τίποτα από όλα αυτά. 

Εκείνος έδειχνε τις περισσότερες φορές ήρεμος και σα να αδιαφορεί για τα πάντα. 

Καλά ίσως όχι για τα πάντα, για εκείνη μόνο. 

"Φτάσαμε επιτέλους", την έβγαλε η φωνή του Ορέστη από τις σκέψεις της.

Γύρισε τότε και είδε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου πως είχαν φτάσει στο σπίτι των φίλων τους.


Ο Ορέστης είχε βρεθεί δίπλα της και της άνοιγε την πόρτα για να βγει. 

Πάλι του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απορία καθώς δεν ήταν κάτι που συνήθιζε.

Ανέβηκαν σχεδόν τρέχοντας τα σκαλιά και χτύπησαν το κουδούνι.

Η Γωγώ του άνοιξε την πόρτα χαμογελαστή.

"Καλώς τους! Που είναι είναι ο Αλέξης; Αργήσατε λιγάκι!", είπε με μια ανάσα η φίλη τους.

"Ο Αλέξης είναι λιγάκι άρρωστος, δεν θα έρθει", της απάντησε ο Ορέστης.

"Και ήρθατε οι δυο σας; Μαζί;", ρώτησε παραξενεμένη κοιτώντας μια τον ένα και μια τον άλλο.

"Ναι μαζί ήρθαμε, με το ίδιο αυτοκίνητο. ", της απάντησε η Αλίκη και προχώρησε μέσα στο σπίτι σπρώχνοντας την ελαφρά.

Ο Ορέστης της ακολούθησε, και η Γωγω είχε μείνει στην πόρτα να τους κοιτάει μην μπορώντας να το πιστέψει.

Ήξερε πολλά για τους δυο του και για την περίεργη σχέση τους. Πολλά έβλεπε λίγα ρωτούσε η Γωγω, αλλά πολλά καταλάβαινε.

Το πάρτι ήταν υπέροχο. 

Περνούσαν όλοι καταπληκτικά και διασκέδαζαν.

Η ώρα όμως ήταν πια περασμένη. 

Καθόντουσαν στο μπαλκόνι, όταν ο Ορέστης της έκανε νόημα αν θέλει να φύγουν.

Του έγνεψε κι εκείνη καταφατικά. Ήταν και η Αλίκη κουρασμένη.

Καληνύχτισαν τους φίλους τους και μπήκαν στον αυτοκίνητο για να φύγουν.


Έβαλαν τις ζώνες, άνοιξε ο Ορέστης το ραδιόφωνο στον αγαπημένο τους σταθμό, και ξεκίνησαν.

Το αυτοκίνητο κινούνταν στην σχεδόν άδεια εθνική οδό, με τα παράθυρα ανοιχτά και τις μελωδίες του ραδιοφώνου να χάνονται στην καλοκαιρινή νύχτα της Αθήνας.

"Αλίκη πεινάς;", ρώτησε ο Ορέστης και διέκοψε την ηρεμία της στιγμής.

"Πάμε για κρέπες; Πεινάω λιγάκι...".

Τον κοίταξε η Αλίκη και για μια στιγμή ήθελε να πει πως νυστάζει για να τη γυρίσει πίσω.

Μα κάτι της έλεγε πως κάπου αλλού θα καταλήξει όλο αυτό. Και ήθελε να δει τι θα γίνει.

"Ναι πεινάω και γω λίγο. Ας πάμε. Στο γνωστό;".

"Ναι βεβαία, που άλλου; Πάμε λοιπόν", της είπε και έστριψε το τιμόνι τελευταία στιγμή λιγάκι απότομα για να βγει στη σωστή έξοδο από την εθνική.

Δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα έφτασαν η Αλίκη.

Παράγγειλε εκείνος αλμυρή κρέπα κι εκείνη γλυκιά, με σοκολάτα και μπισκότα.

"Θες να τα πάρουμε και να πάμε να καθίσουμε στο λόφο να φάμε;", πρότεινε ο Ορέστης.

Τώρα η Αλίκη ήταν σίγουρη ότι δεν θα είχε καλή κατάληξη η βραδιά. Δεν μπορούσε όμως να του αρνηθεί. Δεν μπορούσε να του πει όχι. 

Πως το λέει ο στίχος; "Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό...".

"Ναι ας πάμε, θα είναι ωραία. Έχει όμορφη βραδιά απόψε", του απάντησε.


Έφτασαν στο λόφο μετά από λίγη ώρα. Πάρκαραν στην άκρη του δρόμου και κατέβηκαν από το αυτοκίνητο.

Πήραν μαζί τους τις κρέπες και τα μπουκαλάκια με το νερό και προχώρησαν να βρουν ένα παγκάκι ελεύθερο για να καθίσουν.

Η βραδιά ήταν μαγική. 

Ήταν τέλος Μαΐου, και ο καιρός είχε ζεστάνει για τα καλά. Στον ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα τόσο δα σύννεφο. Απέραντη ξαστεριά. Και το φεγγάρι έλαμπε, και σε ζάλιζε από την ομορφιά.

Η Αθήνα απλωνόταν στα πόδια τους, σας μια θάλασσα από χιλιάδες μικρά λαμπερά φωτάκια, κι όλα ήταν τόσο ήσυχα.

Η ηρεμία πριν την μεγάλη καταιγίδα.

Έφτασαν σε ένα κάπως απόμερο παγκάκι. 

Κάθισαν και ακούμπησαν τα πράγματα δίπλα τους. Οι κρέπες ήταν πραγματικά νόστιμες και τις απολάμβαναν και οι δυο.


Μα η Αλίκη λίγο που δεν πεινούσε, λίγο που είχε αρχίσει να αγχώνεται τι  κάνει μες το βράδυ μαζί με τον Ορέστη πάνω στο βουνό, δεν μπορούσε να φάει άλλο. Το στομάχι της την προειδοποιούσε, η καρδιά της όμως, όπως πάντα, συνέχισε να την αγνοεί.

Έκλεισε το κουτί αφήνοντας τη μισή  κρέπα σχεδόν ανέγγιχτη.

"Δεν θα την φας;", τη ρώτησε εκείνος.

'Όχι δεν μπορώ, χόρτασα. Αν θες να τη φας εσύ", του είπε.

Ο Ορέστης άνοιξε το κουτί και άρχισε να τρώει και την κρέπα της Αλίκης.

Εκείνη τον κοιτούσε και χαμογελούσε. 

Όταν τελείωσε μάζεψε τα κουτιά και πήγε να τα πετάξει στον κάδο.


Η Αλίκη κοιτούσε τη θέα, αλλά δεν μπορούσε να χαλαρώσει. 

Προέβλεπε τι θα γινόταν, κι η καρδιά της έπαιξε για άλλη μια φορά ταμπούρλο. 

Ο Ορέστης επέστρεψε και έκατσε ακριβώς δίπλα της σχεδόν κολλητά.

Κοίταξε για λίγο κι αυτός τη θέα, αλλά αμέσως γύρισε προς το μέρος της και κάτι της ψιθύρισε. 

Δεν άκουσε εκείνη. Έσκυψε προς το μέρος του ελαφρά για να ακούσει καλύτερα. 

Μα τότε αυτός πέρασε το ένα του χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της και με το άλλο άγγιξε το πρόσωπο της και την τράβηξε απαλά πάνω του.

Τα χείλια τους ενώθηκαν με μια ανάγκη τόσο βαθιά, σα να ήθελε ο ένας να ξεδιψάσει τον άλλο. 

Τα χέρια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα σε μαλλιά ρούχα και σώματα.


Το ήξερε η Αλίκη, το ήξερε πως αυτό θα συνέβαινε. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό το φιλί.

Δεν έπρεπε να συμφωνήσει να ανέβει εκεί πάνω μαζί του.


Και τότε σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τον έσπρωξε προς τα πίσω και πετάχτηκε όρθια.

Ο Ορέστης είχε μείνει αποσβωλομένος να την κοιτάει.


Είχε προχωρήσει λίγο πιο μπροστά και είχε σκύψει κρατώντας τα γόνατα της και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. 

Κρίση πανικού.

"Δεν μπορώ άλλο, δεν το αντέχω αυτό να συμβαίνει... Πρέπει να σταματήσουμε...Δεν έχεις τύψεις γι’ αυτό που κάνουμε; Είναι η τελευταια φορά, η τελευταια φορά…», σκόρπιες φράσεις  ανάμεσα στα αναφιλητά της έλεγε η Αλίκη.

Και μετά σιωπή.

Ο Ορεστης δεν μιλούσε.

Δεν είπε τίποτα.

Ήταν το τελευταίο τους φιλί.

Το τελευταίο.










Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...