Βγήκαν κι οι τρεις, σχεδόν αγκαλιασμένοι, έξω από το μπαράκι σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγούδι.
Ήταν τέλη Οκτώβρη, παραμονή του Αγίου Δημητρίου, κι η βραδιά ήταν όμορφη και ζέστη, σχεδόν καλοκαιρινή.
Ο Αλέξης με τον Ορέστης, προχωρούσαν μπροστά κι η Αλίκη τους ακολουθούσε. Τα αγόρια είχαν πιει τόσο πολύ που καμιά άλλη φορά δεν τους είχε δει σε αυτή την κατάσταση.Ευτυχώς εκείνη δεν είχε πιει καθόλου κι έτσι θα τους επέστρεφε σπίτι. Μάλλον ήταν προσχεδιασμένο όλο αυτό,αφού επέμεναν οι δυο τους, να βγουν με το δικό της αμάξι.
Σταμάτησαν, δίπλα στο αυτοκίνητο της Αλίκης. Εκείνη έψαχνε τα κλειδιά της μέσα στην τσάντα της. Ο Ορέστης ακουμπισμένος στο καπό την κοιτούσε και της χαμογελούσε. Είχε αυτό το ύφος το λίγο μεθυσμένο λίγο ευτυχισμένο.
Η Αλίκη ξεκλείδωσε το αμάξι, κι ο Αλέξης άνοιξε αμέσως την πίσω πόρτα και χύθηκε στο κάθισμα.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του οδηγού.
Ο Ορέστης καθόταν ακόμα έξω. Χαμογελούσε αμήχανα, κι ενώ άλλες φορές, εκείνη ξεκινούσε τις αερολογίες, αυτή τη φορά εκείνος είχε χάσει λίγο τον έλεγχο.
Ή μήπως έκανε πως τον είχε χάσει;
Το ποτό που είχε καταναλώσει τον έκανε πιο χαλαρό. Αυτή η σφιγμένη του διάθεση, κι η ανάγκη του να δείχνει πάντα χαλαρός και άνετος, καμιά φορά την μπέρδευε. Σαν να μην είχε καθόλου αισθήματα. Σαν να ήταν παγωμένος. Μάλλον όχι, το παγωμένος θα ήταν υπερβολικό.
Έμοιαζε πάντα απόμακρος, και μόνο κάποια βράδια σαν το αποψινό, έριχνε τον τοίχο που είχε χτίσει γύρω του. Χαμογελούσε αληθινά, ψιθύριζε αληθινά, άγγιζε αληθινά. Κι αυτά τα μάτια του, καστανά συνηθισμένα, μα κάτι τέτοια βράδια έλαμπαν, και διηγούνταν ιστορίες μαγικές, παραμυθένιες.
Κι εκείνη ξεχνούσε ποιος είναι, ξεχνούσε ποια είναι κι η ίδια, και το μόνο που είχε σημασία ήταν να την τραβάει απαλά στην αγκαλιά του. Να αγγίζει το στέρνο του το δικό της, και να τη σφίγγει για δευτερόλεπτα πάνω του. Κι οι κουβέντες τους λιγοστές. Λες και δεν χρειάζονταν, λες και περίσσευαν, αφού όσα είχα να πουν τα λέγαν οι καρδιές τους τη στιγμή που ακουμπούσε το ένα σώμα πάνω στο άλλο.
Ο Ορέστης κάθισε τελικά στο κάθισμα του συνοδηγού κι φόρεσε μηχανικά τη ζώνη. Η Αλίκη έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκίνησε.
Είχαν φτάσει ήδη χαμηλά στην Πειραιώς και είχε ανάψει το φλας για να στρίψει δεξιά στο φανάρι που οδηγούσε στην εθνική.
Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο κι έψαχνε να βρει σταθμό. Γελούσε σε κάθε κομμάτι που πετύχαινε. Μουρμούριζε τους στίχους και γελούσε. Γελούσε και γελούσαν όλα γύρω του.
«Όταν γελάς, παγώνει η στιγμή κρατάει αιώνια…».
Κι εκείνη οδηγούσε όσο πιο αργά μπορούσε, για να μην τελειώσει αυτό, να το καθυστερήσει όσο περισσότερο γινόταν. Να μην φτάσουν ποτέ σπίτι. Να μείνουν εκεί στο αυτοκίνητο και να τον βλέπει να της γελάει.
Μα τη σκέψη της έκοψε η απότομη κίνηση του.
Ξαφνικά σταμάτησε να παίζει με το ραδιόφωνο και ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα.
Έστρεψε το βλέμμα του προς εκείνη , μα η Αλίκη συνέχιζε να οδηγά με τη ματιά της καρφωμένα στο δρόμο.
Φοβόταν να γυρίσει να τον αντικρούσει.
Φοβόταν τον εαυτό της.
Φοβόταν ότι θα τον ρωτούσε όλα της τα "γιατί".
Φοβόταν τι θα της απαντούσε...
Συγκεντρώθηκε ξανά στο δρόμο, ετοιμάστηκε να κατεβάσει ταχύτητα, πάτησε το συμπλέκτη και το χέρι της ακούμπησε το λεβιέ των ταχυτήτων.
Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή,το δικό του χέρι ήρθε κι αγκάλιασε το δικό της.
Άγγιξε τα δάχτυλα της απαλά και τα αγκάλιασε.
Κρατούσε το χέρι της, λες κι ήταν κάτι πολύτιμο.
Το κρατούσε λες και δεν ήθελε να το αφήσει ποτέ.
Απλά κρατούσε το χέρι της.
Κι εκείνη; Δε μιλούσε.
Απλά άφηνε τα δάχτυλα τους να αγκαλιάζονται.
Έτσι απλά…
Ο χρόνος έμοιαζε να τελειώνει.
Πλησίαζαν στο σπίτι.
Ο Αλέξης ξύπνησε, και ανασηκώθηκε από το πίσω κάθισμα.
"Φτάνουμε ρε παιδιά;"ρώτησε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
"Σε λίγο Αλέξη μου, είμαστε κοντά", του είπε η Αλίκη.
"Βασικά...", είπε κάπως διστακτικά ο Ορέστης, "αν είναι θα σε αφήσουμε εσένα στο σπίτι πρώτα και θα με πάει εμένα η Αλίκη να πάρω το αυτοκίνητο μου, που το έχω αφήσει στο σπίτι της".
Δεν μίλησε κανείς.
Η Αλίκη κατάλαβε.
Κατάλαβε πως ήθελε να μείνουν οι δυο τους.
Μα δεν έπρεπε να μείνουν οι δυο τους.
Όχι, σίγουρα όχι. Αυτό δεν θα το άντεχε η Αλίκη.
Δεν θα μπορούσε αυτό το βράδυ να συγκρατηθεί.
Το κατάλαβε όμως κι ο Αλέξης, παρ' όλη τη νύστα και το μεθύσι του.
Και σαν από μηχανής θεός, είπε:
"Α, όχι δεν θα με πάτε σπίτι! Πεινάω! Θα πάμε πρώτα να φάμε κάτι, εκεί απέναντι από το σπίτι της Αλίκης, στο γωνιακό μαγαζάκι και μετά παίρνουμε το αυτοκίνητο και με γυρνάς σπίτι Ορέστη μου".
Ο Ορέστης κάτι μουρμούρισε, αλλά τελικά συμφώνησε.
Άργησε λίγο, αλλά μάλλον το κατάλαβε πως ήταν λάθος να μείνουν οι δυο τους.
Εκείνος κι η Αλίκη ξανά. Μεγάλο λάθος.
Είχε δίκιο ο μικρός, ήξερε τι θα συνέβαινε και προσπάθησε να το προλάβει.
Η Αλίκη κοίταξε τον Αλέξη μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκίνητου.
Την κοίταξε και εκείνος κάνοντας της ένα νεύμα με το κεφάλι.
Ήξεραν κι οι δυο.
Μα σώπαιναν κι οι δύο.