Friday, May 2, 2025

Μια παύση






 Η Θεσσαλονίκη εκείνο το απόγευμα μύριζε φθινόπωρο. Όχι από τα φύλλα, αλλά από τον ουρανό — εκείνη τη μελαγχολία που απλώνεται πάνω από την πόλη όταν βραδιάζει νωρίς, και τα φώτα ανάβουν σαν να έχουν βάρος.


Ο Ορέστης είχε έρθει για μια έκθεση. Τρεις μέρες, δύο φωτογραφίες, μια ομιλία. Όλα τυπικά.

Ο Αλέξης είχε επιμείνει να βγουν για ένα ποτό. «Δεν γυρνάς Αθήνα χωρίς να σε δω» του είπε.
Δεν του είπε, όμως, ποιον είχε καλέσει μαζί του.

Ήταν ένα μικρό μπαρ στην Παύλου Μελά, σαν αυτά που χωράνε μόνο λίγες λέξεις, δύο ποτήρια και μια παύση.

Η Αλίκη καθόταν ήδη εκεί, στην άκρη. Το ποτήρι της άγγιζε τα χείλη, αλλά δεν έπινε.

Ο Ορέστης την είδε πριν μπει. Την κατάλαβε από τη στάση του σώματός της. Τη σιωπή της την ήξερε από παλιά.

«Καλησπέρα…»

Η φωνή του βγήκε χαμηλή, σαν να μην ήξερε αν είχε δικαίωμα να τη χαιρετήσει.

Η Αλίκη γύρισε αργά το κεφάλι. Δεν χαμογέλασε. Ούτε απομακρύνθηκε. Τον κοίταξε σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα.

«Πάνε… πόσα;»

«Δεκατρία χρόνια. Από την κηδεία του πατέρα μου», είπε εκείνη.

Ο Αλέξης έφτασε αμέσως μετά, με δυο μπύρες και εκείνο το αδέξιο βλέμμα του ανθρώπου που ξέρει πως μόλις έκανε κάτι επικίνδυνο.

«Λέω να σας αφήσω λίγο μόνους. Επιστρέφω σε λίγο.»

Κανείς δεν τον κράτησε.

Έμειναν οι δυο τους. Μόνοι. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Και όμως, δεν υπήρχε τίποτα πιο οικείο.

«Έχεις αλλάξει λίγο…» είπε εκείνος.

«Δεν άλλαξα, Ορέστη. Απλώς… γέρασα.»

Εκείνος χαμογέλασε σχεδόν πικρά.

«Δεν ξέρω αν χάρηκα που σε είδα», της είπε.

«Κι εγώ δεν ξέρω αν με συγχώρεσα που ήρθα.»

Μια παύση. Σιωπή.

«Γιατί με άφησες τότε;»

«Δεν σε άφησα. Δεν με διάλεξες.»

Και τότε, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, ο Ορέστης την κοίταξε ακριβώς όπως τότε. Όπως την είχε κοιτάξει όταν ήταν 17 και εκείνη του είχε πει «μην περιμένεις από μένα τα μεγάλα λόγια».

«Αν είχα γυρίσει πίσω, θα σου έλεγα ότι σε αγάπησα από παιδί. Ότι δεν πέρασε μέρα που να μη σε κουβαλάω. Αλλά… φοβήθηκα. Πάντα φοβόμουν ότι μαζί σου δεν θα μπορώ να κρυφτώ.»

Η Αλίκη πήρε ανάσα. Δεν δάκρυσε. Δεν μίλησε.

Απλώς, άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το δικό του.

«Εγώ, Ορέστη, ποτέ δεν ήθελα να σε κάνω να κρυφτείς.
Ήθελα να σε δω όπως είσαι. Αλλά τότε… ούτε εγώ ήξερα ποια ήμουν.»

Το ποτήρι της άδειασε. 
Το χέρι του έκλεισε πάνω στο δικό της. 

Και για λίγο, πολύ λίγο, ένιωσαν σαν να μην έζησαν ποτέ χώρια. 

No comments:

Post a Comment

Ένα γράμμα να μου στείλεις…

  Ο Ορέστης καθόταν στο γραφείο του, προσπαθώντας να δουλέψει.  Απέναντι του, σε μια κορνίζα, μια φωτογραφία παιδική — με τον ίδιο, τον Αλέξ...