Saturday, March 27, 2021

δεν τελειώνουν όλα έτσι απλά


 Ήταν ξαπλωμένη  στην πολυθρόνα και κοιτούσε το κινητό. Το κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη της και έμοιαζε να το ισορροπεί λίγο πριν το ρίξει κάτω.Περίμενε να χτυπήσει.Από χτες περίμενε να ακούσει έστω ένα χτυπο του,αλλά μάταια.Τα μάτια της ήταν θολά πλημμυρισμένα με δάκρυα έτοιμα να ξεσπάσουν σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα στην αμέσως επόμενη στιγμή. Τα συγκρατούσε με κόπο.Πέρασαν ακόμα δυο λεπτά που έμοιαζαν αιώνες.

Έσφιξε το κινητό με το χέρι της και σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα.

Έτρεξε στο υπνοδωμάτιο,άρπαξε μια πετσέτα από το συρτάρι της σιφονιερας και μπήκε να κάνει ένα γρήγορο ντουζ.

Το ζεστό νερό κυλούσε πάνω στο πρόσωπο και το σώμα της και ένιωσε για λίγο, πως χαλαρώνει από την ένταση.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κινητό.

Για ένα δευτερόλεπτο πάγωσε ολόκληρη και έμεινε ακίνητη.

Άρπαξε αμέσως  την πετσέτα τυλίχτηκε βιαστικά και πετάχτηκε έξω από την ντουζιέρα.

Σήκωσε το κινητό και απάντησε με κομμένη ανάσα. Ψυθίρισε ένα «ναι», ξανά «ναι» κι ένα «θα σε περιμένω», και μετά το έκλεισε.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Κοιτούσε με βλέμμα απλανές στο άπειρο και χαμογελούσε. 

«Ετσι λοιπόν αισθάνεται κάποιος, όταν είναι ερωτευμένος;»,μονολόγησε και δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά.

 Κράτησε με το χέρι της το στομάχι της. Σαν χιλιάδες πεταλούδες να τριγύριζαν εκεί μέσα, άγριες κι ελεύθερες, χτυπώντας ασταμάτητα τα φτερά τους σ’ένα ρυθμό πολεμικό.

Σαν υπνωτισμένη σχεδόν άνοιξε την ντουλάπα κι άρχισε να ντύνεται. Έβαλε ένα γκρι πουλόβερ. Κοιτάχτηκε λίγο στον καθρέφτη. Το έβγαλε και δοκίμασε ένα άστρο πουκάμισο.Μα ούτε κι αυτό την άφησε ικανοποιημένη. Το έβγαλε και ξανά φόρεσε το πουλόβερ,ενα μαύρο τζιν και τα γκρι Nike της.

Άρπαξε την τσάντα της και το κινητό, πήρε και τα κλειδιά του σπιτιού-τελευταία στιγμή τα θυμήθηκε- έκλεισε πίσω της την πόρτα και κατέβηκε πετώντας σχεδόν τις σκάλες.

Οι πεταλούδες στο στομάχι της ίσα που την άφηναν να πατήσει τα πόδια της στο έδαφος.

Προσγειώθηκε άτσαλα στο πεζοδρόμιο.

Και τότε τον είδε. 

Είχε φτάσει ο Ορέστης και είχε παρκάρει στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Άνοιξε την πόρτα και κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού η Αλίκη.

Είπε μόνο ένα ξερό «γεια».τίποτε άλλο δεν μπορούσε να βγει από το στόμα της. 

Μόλις τον έβλεπε πάγωνε ολόκληρη. 

Οι πεταλούδες στο στομάχι της έκανα επικίνδυνες πτήσεις κι έμοιαζε λες και προσπαθούσαν όλες μαζί εκείνη τη στιγμή να βγουν από το στόμα της. Και φοβόταν η Αλίκη και δεν μιλούσε γιατί ποιος θα άντεχε ένα τέτοιο θέαμα; 

Κι αν εκείνον τον τρόμαζαν οι πεταλούδες της;

Όμως το χέρι του Ορεστη που άγγιξε το δικό της εκείνη τη στιγμή,ευτυχώς διέκοψε τις παρανοϊκές της σκέψεις.

Την κοίταξε μέσα στα μάτια,άνοιξε την ένταση του ραδιοφώνου, άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκίνησαν.

Δεν ανταλλλαξαν ούτε μια κουβέντα σε όλη την διαδρομή.

Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά και το αυτοκίνητο σταμάτησε. Είχαν  φτάσει. Βγήκε πρώτος ο Ορεστης και αφού της άνοιξε την πόρτα την τράβηξε απαλά από το χέρι.

Εκείνη όμως τράβηξε απότομα το χέρι της σα να ηλεκτρίστηκε. 

Δεν είπε τίποτα ο Ορεστης.

Προχώρησαν δίπλα δίπλα μέχρι που έφτασαν στο ασανσέρ. 

Σαν υπνωτισμένοι σχεδόν μπήκαν μέσα.

Σιωπή.Κανεις δεν μιλούσε.Έμοιαζε να μετρούν από μέσα τους μαρτυρικά τα δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσουν στον 7ο όροφο.

Το ασανσέρ επιτελους σταμάτησε κι ο Ορεστης ανακουφισμένος έσπρωξε τη πόρτα και βγήκε γρήγορα έξω. Η Αλίκη τον ακολούθησε. Έφτασαν μπροστά στην πόρτα του διαμερισματος κι εκεινος εβγαλε βαριεστημένα τα κλειδιά από την τσέπη, άνοιξε την πόρτα και χώθηκε πρώτος μέσα στο διαμέρισμα.Η Αλίκη τον ακολούθησε διστακτική.

Μόλις μπήκε κι εκείνη όμως μέσα,το χαμόγελο ζωγραφίστηκε ξανά στα χείλη της.

Όλο το καθιστικό ήταν γεμάτο κερια, μικρά αλλα και μεγαλύτερα.

Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα και η ατμόσφαιρα γλυκιά και χουχουλιαρικη.

Εκείνος είχε φτάσει ήδη στην κουζίνα και έψαχνε να βρει τον καφέ.

«Θα πιεις καφέ Αλικη;»,τη ρώτησε γλυκά.

«Ναι βέβαια»,αποκρίθηκε εκείνη σαστισμένη ακόμα από το όμορφο σκηνικό με τα κεριά.

«Μέτριο σωστά;Καλά θυμαμαι;», τη ρώτησε και πάλι.

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά.

Έπειτα προχώρησε διστακτικά και κάθισε στον καναπέ,με ένα μούδιασμα και μια αίσθηση αμηχανίας να την έχει καταλάβει. 

Ακουμπούσε τα χέρια της μια στα γόνατα της και μια στα μαξιλαράκια του καναπέ. Δεν ήξερε πως να βολευτεί δεν ήξερε πως να καθίσει δεν ήξερε τι να πει.

Ο Ορεστης έφτασε κοντά της κρατώντας τους καφέδες κι αφού της πρόσφερε τον δικό της κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα.

Αρκετά μακριά της. 

Η Αλίκη για ένα λεπτό ανακουφίστηκε.

Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της κι ήπιε μια γουλιά καφέ.

Δεν πρόλαβε να τα ξανανοίξει κι εκείνος ήταν ήδη δίπλα της.

Είχε γονατίσει ακριβώς μπροστά της. Τον κοίταξε αποσβολωμένη χωρίς να μπορει να βγει ήχος από το άτομα της.

Είχαν στριμωχτεί όλες οι πεταλούδες ξανά λίγο κάτω από το στέρνο της και της έκοβαν την ανάσα.

Απομείνε μόνο να τον κοιτάζει στα μάτια.

Και τότε ακούμπησε με τα δυο του χέρια τα γόνατα της,ανασηκώθηκε κι άφησε  τα χείλη του να αγγίξουν στα δικά της.

Για ένα εκατοστό του δευτερολέπτου,που έμοιαζε με αιωνιότητα,τα πάντα έμοιαζαν ακίνητα.

Και τότε έπιασε το πρόσωπο της με τα χέρια του,και την φίλησε. 

Την φίλησε με όλη του τη δύναμη, σα να την αγαπουσε παράφορα.


Η Αλίκη είχε παραδοθεί σε αυτό το φιλί.

Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί,να την κρατούν τα δυο του χέρια και να ελευθερώνονται επιτέλους όλες οι άγριες πεταλούδες από μέσα της.


Αν ο έρωτας είχα πρόσωπο για εκείνη είχε 

Μόνο το δικό του.

Τον αγαπούσε από την αρχή του κόσμου.τον αγαπούσε από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσε όταν ήταν παιδιά.


Και τότε σταμάτησε.Τραβήχτηκε πίσω και απελευθερώθηκε από τα δυο του χέρια. 

Πως βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από αυτό το φιλί; Πως μπόρεσε;

«Μη μου το κανείς αυτό», ξεστόμισε η Αλίκη.


Ο Ορεστης για μια στιγμή σάστισε. 

Τραβήχτηκε όμως πίσω και έκατσε ξανα στην πολυθρόνα, με ένα ύφος παγωμένο.

«Δεν μπορώ να είμαστε ετσι,Ορεστη», του είπε σχεδόν ξέπνοα η Αλίκη. 

«Δεν ξέρω τι είδους σχέση είναι αυτή που έχουμε, θέλω να ξέρω τι είναι αυτό που έχουμε»,του είπε θυμωμένα εκείνη.

«Γιατί πρέπει σε όλα να βάζει ταμπέλες Αλίκη;Απλά ζεις το », της απάντησε εκείνος με ειρωνεία, και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.

«Όχι.Καλύτερα να τελειώσει τώρα αυτό πριν πληγωθεί κάποιος», του απάντησε με φωνή που έτρεμε.

Σηκώθηκε η Αλίκη από τον καναπέ,πήρε την τσάντα της στα χέρια και προχώρησε μέχρι την πόρτα.

Ο Ορέστης της άνοιξε την πόρτα. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να της αλλάξει γνώμη,να την σταματήσει.

Ένα ξερό «καληνύχτα» ακούστηκε και από τους δυο.

Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω της η Αλικη κοίταξε την πόρτα του ασανσέρ αλλά την προσπέρασε και αποφάσισε να κατέβει από τις σκάλες.Από τον έβδομο όροφο.

Κατέβαινε αργά,όσο πιο αργά μπορούσε. Σέρνοντας σχεδόν τα βήματα της σε κάθε σκαλί. Οι πεταλουδες είχαν πια εξαφανιστεί από μέσα της, την  είχαν εγκαταλείψει.Ένα τεράστιο κενό ένιωθε κάτω από το στέρνο της. 

Είχε αδειάσει.Δεν ήθελε να φτάσει στην έξοδο.Δεν ήθελε να τελειώσει ετσι.

Σε κάθε όροφο σταματούσε και περίμενε να ακούσει την πόρτα να ανοίγει. 

Να ακούσει βήματα  στις σκάλες.

Να είναι ο Ορεστης και να την αγκαλιάσει σφιχτά από τη μέση,να την τραβήξει πάνω του και να της ψιθυρίσει στο αυτί πως την θέλει. Πως έκανε λάθος,πως φοβόταν να παραδεχτεί όλα όσα νιώθει για εκείνη,πως την αγαπά...

Τίποτα από ολα αυτά δεν έγινε.

Είχε φτάσει πια στο ισόγειο.

Σαν υπνωτισμένη έφτασε μέχρι την εξώπορτα,την άνοιξε και βγήκε έξω. 

Και τότε τις ένιωσε ξανά.

Όλες οι άγριες πεταλούδες φτεροκοπούσαν με ένα μανιασμένο ρυθμό μέσα στο κεφάλι της.Δεν άντεξε ένιωσε να ζαλίζεται και σχεδόν σωριάστηκε στο πεζοδρομιο.

Και τότε όλο το παράπονο βγήκε με δάκρυα ποτάμια μέσα από τα μάτια της.



Έκλαψε τόσο,που είχε χάσει πλέον την αίσθηση της ώρας. 

Δεν είχε αλλά δακρυα.

Σηκώθηκε να γυρίσει σπίτι. 

Ολα είχαν τελειώσει πια.

Ετσι νόμιζε.

Μα οι πεταλούδες δεν είχαν τελειώσει ακόμη τον άγριο χορό τους.

Δεν τελειώνουν όλα ετσι απλά.

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...