Saturday, February 18, 2023

Ολα τριγύρω αλλάζουνε κι ολα τα ίδια μένουν



Έσπρωξε την πόρτα του μαγαζιού νευρικά και μπήκαν και οι δυο μέσα. 

Η Ηλέκτρα ήξερε πως έπρεπε να γυρίσουν σπίτι.

Η Αλίκη ήταν σε άσχημη κατάσταση. Προχωρούσε νευρικά ανάμεσα στα τραπέζια, ώσπου βρήκε το πιο απόμερο σημείο του μαγαζιού και σχεδόν κατέρρευσε  πάνω στην καρέκλα. 

Η Ηλέκτρα στάθηκε για λίγο από πάνω της να σιγουρευτεί ότι δεν θα πέσει.

 Είχε σωριαστεί σχεδόν πάνω στο τραπέζι. 

Έκατσε απέναντι της. 

Αναστέναξε βαθιά κοιτώντας της φίλη της. 

Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι. 

Ήταν το πιο χαρούμενο πλάσμα που γνώριζε, το πιο αισιόδοξο και αυτή της η εικόνα την στεναχωρούσε.

Ήρθε ο σερβιτόρος και παρήγγειλε μερικούς μεζέδες η Ηλέκτρα, κι η Αλίκη το μόνο που ζήτησε ήταν κόκκινο κρασί.

Δεν τόλμησε να αρνηθεί η  Ηλέκτρα. 

Η Αλίκη την κοίταζε με ένα σχεδόν απόκοσμο βλέμμα.

«Θυμάμαι εκείνη την πρώτη στιγμή που τον είδα. Εκείνη τη στιγμή που τον κοίταξα σαν να τον έβλεπα για πρώτη φορά. 

Εκείνη την καταραμένη στιγμή που ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε εκατομμύρια μικρά κομματάκια. Εκείνη τη στιγμή που χιλιάδες πεταλούδες άρχισαν το τρελό συγχρονισμένο πέταγμα τους μέσα στο στομάχι μου….»

«Αλίκη μου…», ψιθύρισε η Ηλέκτρα , «σε παρακαλώ μην κάθεσαι τώρα να θυμάσαι όλα αυτά…πρέπει να ηρεμήσεις…».

Σαν να μην άκουσε τη φίλη της όμως η Αλίκη συνέχισε. 

Σα να μιλούσε στον εαυτό της, παραληρούσε…

«Ήταν απόκριες τότε… Είχαμε κατέβει με τον Αλέξη και με μια παρέα αρκετά μεγάλη στην πλατεία, για να δούμε την παρέλαση για το καρναβάλι. Είχε τόσο πολύ κόσμο και για μα μη χαθούμε με τους υπόλοιπους είχαμε δώσει ραντεβού σε ένα γωνιακό μαγαζί στην πάνω μεριά της πλατείας. 

Καθόμουν στο πεζούλι δίπλα στη βιτρίνα και μιλούσα με μια κοπέλα. 

Και τότε ήρθε ο Ορεστης. 

Ο Ορεστης που τον είχα δει τόσες φορές,που τον ήξερα, που μου ήταν πάντα παντελώς αδιάφορος. 

Θυμάμαι ακόμη και τα ρούχα που φορούσε. Ένα μαύρο παντελόνι με φαρδιές τσέπες στο πλάι κι ένα μαύρο πουλόβερ με μια πορτοκαλί φαρδιά γραμμή στη μέση. Και κίτρινα μποτάκια.

Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν για 1 δευτερόλεπτο.

Αυτό ήταν για μένα, το μυαλό μου κλείδωσε για πάντα στα μάτια του. 

Για εκείνον δεν συνέβη απολύτως τίποτα.

Συνέχισα να είναι αόρατη για εκείνον…».

Έβαλε τα χέρια της κι έκρυψε το πρόσωπο της η Αλίκη. 

Η Ηλέκτρα της τράβηξε τα χέρια από το πρόσωπο. 

«Πρέπει να συνέλθεις μικρή μου… η ιστορία των δυο σας έχει πια τελειώσει… πρέπει να τελειώσει. Δεν κάνει σε κανέναν από τους δυο σας καλό. Και ειλικρινά καθόλου δεν με νοιάζει για τον Ορεστη, αλλά εγώ δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω ετσι

Δεν σου αξίζει όλο αυτό.

Αυτή είναι η μόνιμη συζήτηση μας: πως να ερμηνεύσουμε αυτά που σου λέει κι αυτά που κάνει ο Ορέστης… σαν τις Πυθιες…»! Ξέσπασε η Ηλέκτρα, είχε φτάσει πια στα όρια της. 


Η Αλίκη γυρισε και την κοίταξε με μάτια υγρά. «Έψαχνα παντα μέσα στις λέξεις που δεν είπε τα συναισθήματα που ένιωσε… 

Με τι λόγια να σου το περιγράψω μωρέ Ηλέκτρα; 

Αν δεν το ‘χεις αισθανθεί δεν θα με καταλάβεις. Έχεις νιώσει  πραγματικά  την μαγεία της αφής;  Στιγμές που απλώνεις το χέρι και μόνο με ένα άγγιγμα καταφέρνεις να ακουμπήσεις την ψυχή του άλλου, κι ο ηλεκτρισμός που σε διαπερνά κάνει όλες τις άλλες αισθήσεις να σωπάσουν…

Δεν ξέρω τι φταίει…

 ίσως να φταίνε οι ανάσες μας  που ακουμπάνε το δέρμα. 

Διάβαζε παντα τους παλμούς μου. 

Τον ελαφρύ χτύπο στην φλέβα του λαιμού μου. Ίσως να είναι τα κύτταρα από το δέρμα μας που είναι απόλυτα συμβατά…

 Υπάρχουν μερικά χάδια που δεν θα ήθελες να τελειώσουν ποτέ… 

Έτσι να σε διαβάζουν για πάντα με ιερή περιέργεια… με δάχτυλα γεμάτα γράμματα και παραμύθια…

Τίποτα δεν συγκρίνεται με το άγγιγμα του.

Προσπαθώ να καταπιώ το χαμόγελο μου κάθε φορά που τον φέρνω στο νου μου…».


«Αλικακι μου πρέπει να συνέλθεις… τελείωσε το παιχνιδάκι σας με τον Ορεστη… σε 3 μήνες παντρεύεται. 

Δεν είναι αστείο πια. Μπορείς να μεθύσεις απόψε,να κλάψεις, να φωνάξεις, να σπάσεις πράγματα, αλλα από αύριο πρέπει να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να φροντίσεις τον εαυτό σου και να πας παρακάτω.

Πρέπει να αγαπήσεις ξανά τον εαυτό σου», τα είπε όλα γρήγορα και με μια ανάσα η Ηλέκτρα. 


Η Ηλέκτρα, που ήταν πάντα για την Αλικη η αδερφή που δεν είχε. Την αγαπούσε τόσο πολύ και ανησυχούσε τόσο για εκείνη.

Την έβλεπε για χρόνια να κρύβει αυτό που την πονούσε πίσω από το φωτεινό της χαμόγελο, αλλα εκείνη γνώριζε. 

Ο Ορεστης ήταν η πιο βαθιά πληγή της Αλίκης. Μια πληγή που ποτέ δεν έκλεινε γιατί ούτε η Αλικη την άφηνε να επουλωθεί μα κι ο Ορεστης συνεχώς τη «σκάλιζε» και δεν την άφηνε να κλείσει.


Όσα έλεγε ή έκανε εκείνος  όλα έβρισκαν στόχο κατευθείαν στην καρδιά της Αλίκης.

Κι ενώ όλα νόμιζε πως τα είχε πάλι τακτοποιήσει στο νου της,

το παραμύθι από τη μια,

την πραγματικότητα από την άλλη,

όλο το συναίσθημα το είχε ξεχωρίσει

κι όλα ήταν στη θέση τους...

Τότε όλα για μια στιγμή γίνονταν κουβάρι και μπερδεύονταν και ερχόταν εκείνη πάλι η αίσθηση... της απόλυτης χαράς και μόνο στην σκέψη του.

Τίποτα δεν μπορούσε να τον πειράξει μέσα της. Όλα άλλαζαν γύρω της και μέσα της αλλα τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει εκείνον. 

Μέσα της είχε χτιστεί. 

Για πάντα. 




Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...