Monday, September 6, 2021

Στο πρέπει του δεν πρέπει…




(Η συνέχεια…) Η Αλίκη τράβηξε απότομα το χέρι της.

 Σαν  να την τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα πετάχτηκε όρθια. Πήρε αγκαλιά την τσάντα της και την έσφιξε δυνατά πάνω στο στέρνο της. 

«Δεν έπρεπε να έρθω. Ούτε εσύ. Δεν πρέπει να είμαστε εδώ. Πρέπει να φύγουμε κι οι δυο αμέσως! Αυτή τη στιγμή»!


Άρχιζε να τρέμει και να κουνιέται νευρικά πέρα δώθε,σε ένα ρυθμό που έμοιαζε σχεδόν αυτιστικός.


Ο Ορέστης πάγωσε. Δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του. Την κοιτούσε σαν χαμένος. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί πάνω της, με έναν τρόπο ικετευτικο. Παρακαλούσε,  την εκλιπαρούσε να μη φύγει.


Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια,λες κι αυτό θα του έδινε τη δύναμη,τη μαγική ικανότητα να την κρατήσει εκεί.


Και τότε,απότομα εντελώς σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μέρος της αργά,για να μην την τρομάξει και Στάθηκε ακριβώς μπροστά της. 

Τότε κι εκείνη ηρέμησε,και σταμάτησε να τρέμει. Σήκωσε αργά το βλέμμα της και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.


Χωρίς καθόλου να την αγγίξει με τα χέρια, πλησίασε κοντά της, τόσο κοντά της που η μύτη του άγγιξε σχεδόν τη δίκη της.


Και μετά σιωπή.


Μια σιωπή που ήθελε να ουρλιάξει.


Κράτησαν κι οι δυο την ανάσα τους. 


Όπως την κρατάει κάποιος πριν τη μεγάλη βουτιά.


Και βούτηξαν ταυτόχρονα κι οι δυο.


Βούτηξαν στο πιο βαθύ φιλί τους.


Και χάθηκαν εκεί. 


Στο πρέπει του δεν πρέπει…

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...