Monday, July 18, 2022

Τα μπλεγμένα τους δάχτυλα

 


Ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ της Ηλέκτρας, με το κεφάλι κρεμασμένο στην κάτω πλευρά και τα πόδια να ακουμπάνε στον τοίχο, η Αλίκη είχε τα μάτια κλειστά και σιγοτραγουδούσε τους στίχους ενός ρεφρεν. 

«Θα μου λερώσεις τον τοίχο και μετά θα σε δείρω», γκρίνιαξε η Ηλέκτρα. 

«Ωχ μωρέ Ηλέκτρα! Αμάν πια! Αφού δεν φοράω παπούτσια! Σταμάτα την γκρίνια!», αναστέναξε η Αλίκη. Σταμάτησε το τραγούδι, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το ραδιόφωνο. «Πάλι θα αλλάξεις σταθμό; Αλίκη δεν αντέχεσαι! Κάθε δέκα λεπτά αλλάζεις σταθμό! Θα χαλαρώσεις;». 

«Χαλαρή είμαι, απλώς δεν μου αρέσει ο σταθμός»!


Αναστέναξε η Ηλέκτρα και χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στην πολυθρόνα. Την ήξερε τόσα χρόνια την Αλίκη. Κάτι σκέπτεται, κι όταν κάτι την απασχολεί και δεν μπορεί να βρει λύση είναι ικανή να σπάσει τα νεύρα οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού βρίσκεται σε ακτίνα 20 μέτρων από εκείνη. 
Ο σταθμός άλλαξε. 
Το τραγούδι μια από τις επιτυχίες της εποχής, μάλλον αστείο, αλλά η Αλίκη συνέχισε να το σιγομουρμουρίζει και ξάπλωσε ξανά στον καναπέ. Ήταν σχεδόν 9 το βράδυ, κάπου στα μέσα Ιουλίου και η ζέστη ήταν αφόρητη. 
Κλιματισμός δεν υπήρχε στο σπίτι της Ηλέκτρας, μόνο ένας ανεμιστήρας που έκανε περισσότερο θόρυβο από ότι δροσιά. 
Και τότε ακούστηκε ο ήχος του κινητού.
 Μήνυμα.
 Η Αλίκη συνέχισε να σιγομουρμουρίζει. Η Ηλέκτρα σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα, έπιασε το κινητό από το τραπεζάκι και το πέταξε στη φίλη της. 
« Καλά έχεις κουφαθεί; Μήνυμα έχεις», της φώναξε και συνέχισε προς την κουζίνα. 
Νωχελικά άνοιξε το κινητό, πίεσε το κουμπί που το ξεκλειδώνει και έφτασε στα εισερχόμενα μηνύματα. Μούδιασε.
Το μήνυμα ήταν από τον Ορέστη. 
Το άνοιξε. Το διάβασε. 
Το διάβασε ξανά. Έκλεισε το κινητό. 
Το περιεργάστηκε για λίγο και αμέσως το άνοιξε ξανά και διάβασε ξανά το μήνυμα.
 Άφησε το κινητό επάνω στον καναπέ και βγήκε στο μπαλκόνι. 
Έψαξε στα πράγματα της Ηλέκτρας και πήρε ένα τσιγάρο. Το άναψε το κράτησε άγαρμπα στο χέρι. Το ακούμπησε στα χείλη της και για δευτερόλεπτα δίστασε να το καπνίσει. 
Τελικά άφησε τον καπνό να μπει μέσα της κι αμέσως μετά άφησε τη μισοτελειωμένη γόπα στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην καρέκλα. 
Μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο και άρπαξε στα χέρια το κινητό. 
«Θα έρθω», έγραψε μόνο στο μήνυμα και το έστειλε. 
Η Ηλέκτρα μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο πιάτα γεμάτα μακαρονάδα αραμπιάτα, ήταν η σπεσιαλιτέ της. 
Τα ακούμπησε στο τραπεζάκι όταν είδε την Αλίκη καθισμένη στο πάτωμα να προσπαθεί να βρει τα πεταμένα κάτω από τον καναπέ μποτάκια της.
«Τι κάνεις;»
«Φεύγω»,απάντησε η Αλίκη.
«Φεύγεις;  Με έβαλες να μαγειρέψω και τώρα φεύγεις; Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου;», νευρίασε η Ηλέκτρα.
«Πάω σπίτι. Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή. Καληνύχτα». 
Λέγοντας καληνύχτα είχε φτάσει ήδη στη εξώπορτα. 
Η Ηλέκτρα δεν είπε τίποτε, μάλλον δεν πρόλαβε να πει τίποτε. 
Απλά αναστέναξε.
Η Αλίκη είχε μπει ήδη στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι.
 Το σπίτι του Ορέστη. 
Δεν είπε τίποτα στην Ηλέκτρα γιατί ντρεπόταν. Τι να της έλεγε δηλαδή; Ότι δεν έπρεπε να πάει εκεί το γνώριζε πολύ καλά. Φρενάρισε απότομα. Είχε φτάσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πίσω μεριά του σπιτιού. 
Δεν ήθελε να την δει κάποιος.
Χτύπησε την πόρτα διστακτικά. 
Ο Ορέστης της άνοιξε αμέσως, την περίμενε.
Η Αλίκη μπήκε μέσα σχεδόν σαν υπνωτισμένη μέσα. Το φως του σαλονιού ήταν κλειστό αλλά στο βάθος του διαδρόμου το φως της τηλεόρασης που ήταν ανοιχτή από το υπνοδωμάτιο φώτιζε μ’ ένα τόνο λευκό τα πάντα.
 Η Αλίκη είχε μείνει ασάλευτη μόλις ο Ορέστης έκλεισε την πόρτα πίσω της. 
Την άγγιξε απαλά στη μέση για να προχωρήσει προς το διάδρομο που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Εκείνη προχώρησε αργά, και λίγο πριν φτάσει στο υπνοδωμάτιο εκείνος που προχωρούσε ακριβώς πίσω της, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την έσφιξε απαλά πάνω του.
Σταμάτησαν εκεί για ένα λεπτό. Την κρατούσε αγκαλιά και ήταν κι οι δυο ακίνητοι. Οι φιγουρεσ Τους καθρεφτίζονταν στον καθρέφτη που κάλυπτε τον απέναντι τοίχο. 
Με την άκρη του ματιού της η Αλίκη χάθηκε στην όμορφη εικόνα.
Ποσο το αγαπούσε…
Προχώρησαν έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το διπλό κρεββάτι. 
Ο Ορέστης την άφησε και έκατσε στο κρεββάτι. Η Αλίκη τον κοίταξε.
«Λοιπόν ήρθα. Ζήτησες μια αγκαλιά για να μπορέσεις να κοιμηθείς. Μήπως θες και να σε νανουρίσω;», είπε λίγο ειρωνικά και συνέχιζε να τον κοιτά.
Ο Ορέστης απλά χαμογέλασε.
 «Δεν μπορείς να κάτσεις στα καθαρά σεντόνια με το τζιν; Σωστά;». 
Η Αλίκη σάστισε. «Θες να βγάλω το τζιν; Αστειεύεσαι, έτσι;».
«θα σου φέρω ένα σορτς», της είπε και σηκώθηκε από το κρεββάτι.
«Δεν έχει σημασία Ορέστη μην πας». 
Το μόνο που είχε σημασία ήταν να χαθεί στην αγκαλιά του. 
Έβγαλε το τζιν.
Ξάπλωσε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και με το χέρι της να τον αγκαλιάζει σχεδόν κόλλησε πάνω του.
Σα να είχαν κάνει έρωτα και να ξεκουραζόταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. 
Αλλά δεν είχαν κάνει.
 Τίποτα δεν είχα συμβεί μεταξύ τους. Ούτε ένα φιλί.
Μόνο η αγκαλιά τους.
Μόνο αυτό είχαν.
Μόνο αυτό τους έδενε.Αυτό και τα μπλεγμένα τους δάχτυλα.
Δέκα δάχτυλα, δυο χούφτες που προσπαθούν να βολευτούν η μια μέσα στην άλλη... Αγκαλιάζονται ήρεμα, νευρικά, γρήγορα, ήσυχα, σφιχτά, χαλαρά... μα πάντα αθόρυβα, μέσα στη σιωπή, χωρίς εξήγηση, γιατί τώρα πια δεν χρειάζεται. 
Και τα δάχτυλα έχουν μνήμη...
Και οι άκρες των δαχτύλων του πάντα θα ψάχνουν τις δικές της…
κι όταν θα συναντιόνται, πάντα κάτω από το διάφανο δέρμα, μια μικρή φλέβα θα χτυπάει ακανόνιστα...
Όλα είναι ανακατωμένα κι όμως όλα στη θέση τους... σαν τα μπλεγμένα τους δάχτυλα…δάχτυλα...

Wednesday, July 6, 2022

Για μια αγκαλιά κι ένα χάδι



κοίταξε τον καθρέφτη της η Αλίκη. 

Προσπαθούσε να ισιώσει αυτή την ατίθαση τούφα που έπεφτε μπροστά στο 

μέτωπο της, ειρωνική και εκνευριστική, με καμία διάθεση να της κάνει τη χάρη να συμμορφωθεί. Δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο μαζί της. 

Μάζεψε τη χτένα, τη βούρτσα, τα τσιμπιδάκια και τα πέταξε ξανά μέσα στο συρτάρι. Ντύθηκε στα γρήγορα, φόρεσε κι ένα ασημένιο διακριτικό κολιέ, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και έκλεισε με θόρυβο πίσω της την πόρτα του σπιτιού. 

Είχε παρκάρει το αυτοκίνητο έξω από γκαραζ οπότε δεν χρειάστηκε να ανοιγοκλείνει τις πόρτες. 

Μπήκε στο αυτοκίνητο και κοιτάχτηκε ξανά στο καθρεφτάκι. 

Η ματιά της έπεσε στο ασημένιο κολιέ που ήταν τυλιγμένο στο λαιμό της. 

Ένιωθε ξαφνικά να την πνίγει, το έβγαλε μεμιάς  και το πέταξε μέσα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.  

Από εκεί και πέρα οι κινήσεις της ήταν μηχανικές. 

Έβαλε μπρος τη μηχανή, άνοιξε το παράθυρο και έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει," You do something to me somewhere deep inside...".  

Ο ήχος του ραδιοφώνου απλώθηκε στο χώρο, κι έμοιαζε να γεμίζει στίχους η όμορφη καλοκαιρινή νύχτα. 

Ένιωσε να φτιάχνει κάπως η διάθεση της. 

Παίρνοντας την τελευταία στροφή πριν φτάσει στο μικρό μπαράκι, πάτησε φρένο και έκοψε ταχύτητα. 

Είδε το κτίριο με την μικρη αύλη μπροστά της, γεμάτο μικρά φωτάκια παντού, που έμοιαζαν με πυγολαμπίδες. 

Πήρε μια βαθιά ανάσα, πάτησε ξανά γκάζι και συνέχισε. 

Βρήκε να παρκάρει στη γωνία του πρώτου στενού. 

Κατέβηκε κάπως απρόθυμα από το αυτοκίνητο, έστρωσε την μπλούζα της,κοιτάχτηκε στο τζάμι της διπλανής πολυκατοικίας και προχώρησε. 

Κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό χάρτινο σακουλάκι, ήταν το δώρο για τους φίλους της που γιόρταζαν τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. 

Η μουσική που ακουγόταν δυνατά την έκανε να χαλαρώσει και να προχωρήσει μπροστά στην είσοδο του μαγαζιού. 

 Άνοιξε τη πόρτα και λίγο πιο πέρα είδε το όμορφο ζευγάρι που γιόρταζε. Η Ηλιάννα και ο Αντρέας χαρούμενοι και χαμογελαστοί έτρεξαν να προϋπαντήσουν τη φίλη τους. Την αγκάλιασαν κι οι δύο, την φίλησαν κι άρχισαν τα γέλια και τα πειράγματα και οι ευχές για την ημέρα. 

 Δεν άργησε να έρθει και ο Αλέξης στην παρέα τους. Ο μικρός, χαιρέτησε τη φίλη του και της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Είπαν τα δικά τους, και μετά από λίγο μπλέχτηκαν με τον υπόλοιπο κόσμο.

Δεν ρώτησε κανέναν η Αλίκη για τον Ορέστη. Είχε να τον δει από την αρχή σχεδόν του καλοκαιριού, δυο μήνες σχεδόν και κάτι.

 Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και προχώρησε ανάμεσα στον κόσμο για να φτάσει μέχρι το μπαρ. 

Μα δεν κατάφερε να φτάσει ούτε μέχρι τα μισά. 

 Ένα χέρι τη σταμάτησε, την τράβηξε απαλά από τον αγκώνα και στάθηκε μπροστά της. 

Ήταν ο Ορέστης. 

Την κοίταξε κι εκείνη απλά απέφυγε διακριτικά το βλέμμα του. 

Δεν το άντεχε, δεν μπορούσε πια να το αντέξει.

 Και τότε, την τράβηξε πάνω του, την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που λίγο ακόμα και θα δυσκολευόταν να αναπνεύσει. 

Τόσο σφιχτά όσο χρειαζόταν για να θυμηθούν ξανά, πόσο βασική ανάγκη είναι για τους δυο τους αυτή η αγκαλιά. Την έσφιγγε και δεν την άφηνε. 

"Ούτε να είχαμε μαλώσει. Δυο μήνες έχω να σε δω. Δεν έχουμε μαλώσει, έτσι;"

 Ψευτογέλασε ο Ορέστης. 

Ψευτογέλασε κι εκείνη. 

"Γιατί να μαλώσουμε βρε Ορέστη; δεν μαλώνουμε εμείς." 

Την έσφιξε ξανά.

 Γλίστρησε να ξεφύγει από την αγκαλιά του. 

Χάθηκε ξανά μέσα στον κόσμο η Αλίκη. 

Ένιωθε να ιδρώνει. 

Της προκαλούσε πανικό, ναι αυτή ήταν η μόνη λέξη που μπορούσε να εκφράσει πια αυτό το αίσθημα που ένιωθε μαζί του. Πανικό. 

Μία κρίση πανικού που προτιμούσε πια να αποφεύγει. 

Δεν άντεχε αυτή τη φόρτιση. 

Κατάφερε να βρει τους υπόλοιπους της παρέας και σωριάστηκε σε ένα καναπεδάκι, κρατώντας στα δυο της χέρια το ποτήρι με το ποτό της, χαμένη στις σκέψεις της. 

 Η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά, και ο Αλέξης φώναζε λέγοντας ουρλιάζοντας σχεδόν τη γνώμη του. 

Σηκώθηκε λοιπόν από τον καναπέ λες και θα τον πρόσεχαν καλύτερα όρθιο να ρητορεύει. 

Και τότε ο Ορέστης σηκώθηκε και βρήκε την ευκαιρία και έκατσε δίπλα της.

Συνέχισε να συμμετέχει στην κουβέντα με τους υπόλοιπους αλλά είχε καθίσει δίπλα στην Αλίκη.

Και το χέρι του περασμένο πίσω από την πλάτη της σε λίγο άγγιζε την τούφα από τα μαλλιά της, εκείνη στο πίσω μέρος του λαιμού της, εκείνη την ατίθαση που δεν ήθελε να ισιώσει.

Και τα δάχτυλα του μπλέκονταν ανάμεσα της, και άγγιζε απαλά, τρυφερά και τόσο προσεκτικά το λαιμό της. Λίγο ακόμα να την πλησίαζε και θα φιλούσε τον ώμο της.

Την αγαπούσε. Αυτό ήταν την αγαπούσε.

Κι αν δεν το παραδέχονταν τα λόγια του, το είχαν παραδεχτεί χιλιάδες φορές

τα δάχτυλα του…

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...