Thursday, July 8, 2021

κοίτα με που κλαίω σαν παιδί




 Η θάλασσα απλωνόταν απέραντη κι ο ήλιος έβαφε τα πάντα γύρω του, με ένα χρώμα βαθύ χρυσό. Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, όλα μοιάζανε σαν όνειρο.

Εκείνος,  ανεβασμένος πάνω στο μπαλκονάκι του φάρου, ακουμπούσε πάνω στην κουπαστή και το βλέμμα του χανόταν πέρα μακριά στη θάλασσα.

Ήταν χαμένος στις σκέψεις του,όταν ένιωσε ένα χέρι να του αγγίζει τα μαλλιά. Για μια στιγμή τρόμαξε,και τινάχτηκε ολόκληρος. Γύρισε πίσω να κοιτάξει ποιος ήταν.


Και τότε την είδε να του χαμογελάει.

Για μερικά δευτερόλεπτα,στέκονταν ακίνητοι και κοίταζε ο ένας τον άλλο, σαστισμένοι, μα χαμογελαστοί.

Δέκα χρόνια,δέκα ολόκληρα χρόνια είχαν να βρεθούν.

Ήταν πια και οι δυο γύρω στα πενήντα. Οι ρυτίδες είχαν εμφανιστεί  στα πρόσωπα τους και τίποτα δεν θύμιζε τη νιότη που πέρασε.Τίποτα, εκτός από τα μάτια τους. Ο τρόπος που κοιτάζονταν, δεν είχε αλλάξει ούτε στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Ένα παιχνίδισμα αντικατοπτριζόταν εκεί, ένα λαμπύρισμα που τίποτα δεν μπορούσε να το σβήσει.

Ο Ορέστης, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Ακουμπούσε το κεφάλι της στο στέρνο του, κι ένιωθε πως η καρδιά του δεν θα αντέξει,θα σπάσει από την ευτυχία. 


Η Αλίκη δεν αντιστάθηκε. Αφέθηκε στην αγκαλιά του. Σε αυτή την αγκαλιά που τόσα χρόνια ονειρευόταν, που τόσο λαχταρούσε.Το δάχτυλα της έσφιγγαν την μπλούζα του, είχε γραπωθεί και δεν ήθελε με τίποτα να τον αφήσει να φύγει. Κι αυτή η μυρωδιά του,αχ αυτή η τόσο γνώριμη μυρωδιά του, ξεκλείδωσε όλες τις αναμνήσεις που ξεχύθηκαν σαν καταιγίδα μέσα της.

Και τότε τα πάντα πλημμύρισαν. Δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυα της η Αλίκη. Σα χείμαρρος έτρεξαν και τα παρέσυραν όλα. Θυμό, στεναχώρια, τύψεις. Όλα.


«Κλαις μικρό μου;». 

Η φωνή του Ορέστη σαν να την έβγαλε από τις σκέψεις της.

Την τράβηξε από πάνω του και την έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω,για να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια.

«Μην κλαις,σε παρακαλώ μη κλαις ψυχή μου,δεν το αντέχω…»

Χάιδεψε με το χέρι του το τσουλούφι που είχε μπει μέσα στα μάτια της και της σκούπισε τα δάκρυα.

Αφού ηρέμησαν  κάπως από την ένταση της στιγμής, την τράβηξε από το μπράτσο και την οδήγησε να κάτσουν στο πεζούλι στην άκρη του φάρου,δίπλα στη ακροθαλασσιά.


Σαν μαθητούδια κάθονταν,ο ένας δίπλα στον άλλο. Πενήντα ετών άνθρωποι και νιώθαν αμηχανία. Δεν ήξεραν πως να βολέψουν τα χέρια τους,πως να καθίσουν, τι να πουν…

Αλήθεια γιατί βρέθηκαν;

Τι είχαν πια να πουν;


«Δεν έπρεπε να βρεθούμε»,είπε ψιθυριστά σχεδόν η Αλίκη. 


Ο Ορέστης συννέφιασε. 

«Δεν ήθελες να με δεις;», ρώτησε λυπημένος.


Γύρισε και τον κοίταξε εκείνη. Με ένα βλέμμα κουρασμένο, μα τόσο ευτυχισμένο. Έλαμπαν τα μάτια της,τον κοιτούσε και δεν Μπορούσε να πιστέψει πως το έχει εκεί μπροστά της και μπορεί να τον αγγίξει,να του μιλήσει.


Ο Ορέστης κοιτούσε προς τη θάλασσα.Για λίγο δεν μιλούσαν. Έψαξε με το χέρι του να βρει το δικό της εκεί δίπλα του. Το έπιασε και το κράτησε σφιχτά. Δεν ήθελε να την αφήσει. Όχι τώρα που την βρήκε ξανά.

(Συνεχίζεται... )


Tuesday, July 6, 2021

Ένα φιλί, κι άλλο ένα

 






Ο Γενάρης είχε τα κέφια του. Ο ήλιος έλαμπε από το πρωί λες και ήταν άνοιξη. 


Η Αλίκη είχε ξυπνήσει νωρίς και είχε κατέβει στο κέντρο να βρει την Ηλέκτρα στη σχολή.

 Την βρήκε να κάθεται σε ένα τραπεζάκι της εστίας, μακριά από τους άλλους και να έχει χωθεί μέσα σε ένα ογκώδες βιβλίο.

 «Ηλέκτρα, Ηλέκτρα!Τι κάνεις;», σχεδόν φώναξε η Αλίκη στη φίλη της, μην μπορώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. 


Ξαφνιασμένη εκείνη, σήκωσε το βλέμμα της από το βιβλίο, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και την κοίταξε με απορία. «Σαν τι θες να κάνω δηλαδή; Διαβάζω ιστορία της τέχνης! Αν το έχεις ξεχάσει μικρό μου, να σου θυμίσω πως σε δεκαπέντε ημέρες έχουμε εξεταστική», αναστέναξε η Ηλέκτρα και χάθηκε ξανά μέσα στο βιβλίο.


«Άφησε το για σήμερα, πρέπει να σου μιλήσω, πρέπει να σου τα πω όλα!».

 «Τι να μου πεις; Τι έγινε δηλαδή; Να ανησυχήσω;», ανασηκώθηκε τρομαγμένη η Ηλέκτρα. 


 «Λοιπόν, εγώ… ξέρεις το Σάββατο, ο Ορέστης… στο μπαράκι…», άρχισε να εξιστορεί η Αλίκη. 

«Τι έγινε τέλοσπάντων; Σε φίλησε; Ναι ή όχι; Με έσκασες!»,αναφώνησε με αγωνία η Ηλέκτρα διακόπτοντας τη φίλη της.

 «Αμάν πια! Αφού δε με αφήνεις να σου πω… το θέμα είναι πως φτάσαμε εκεί», ξεφύσησε φουρκισμένη η Αλίκη.

 «Που εκεί ρε παιδάκι μου;».

 «Στο φιλί Ηλέκτρα μου στο φιλί…», απάντησε η Αλίκη στη φίλη της και κοκκίνισε ολόκληρη… 


Χαμογέλασε η Ηλέκτρα και αγκάλιασε τη φίλη της. 

«Άντε, λέγε, θέλω να μάθω όλες τις λεπτομέρειες». 


Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα της η Αλίκη.

Το κινητό χτυπούσε ασταμάτητα μέχρι να το βρει η Αλίκη πεταμένο μέσα στην τσάντα της. 

«Ο Ορέστης!», αναφώνησε. 

Ήταν ο Ορέστης. Απάντησε στο τηλέφωνο, ψιθύρισε δυο λόγια και το έκλεισε. 

«Μπα έχουμε και μυστικά τώρα Αλικάκι;»,την κορόιδεψε η Ηλέκτρα. 

«Τι ψιθυρίζεις, καλέ;». 

«Ηλέκτρα, άσε τις αηδίες, πρέπει να φύγω». 

«Να φύγεις; Και που θα πας παρακαλώ; Στον πρίγκιπα σου; Στον κύριο Ορέστη μας;». 

« Ηλέκτρα!», φώναξε θυμωμένη η Αλίκη! «Σταματά πια να με κοροϊδεύεις»!

«Τι Ηλέκτρα; Αφού στον Ορέστη θα πας! Στο σπίτι του! Και γιατί παρακαλώ μου το κρατάς κρυφό;». 

«Αφού δε με άφησες να σου πω τίποτα! Με πήρες απ’τα μούτρα! Τώρα θα σου το έλεγα»! 

«Ορίστε, έρχεσαι με αποσυντονίζεις από το διάβασμα μου, με ξεσηκώνεις καλά καλά πως θα μου πεις για το φιλί του Σαββάτου, και με ένα τηλέφωνο του κύριου Ορέστη μας, με παρατάς και τρέχεις σπίτι του! Ωραία φίλη είσαι», αναστέναξε φουντωμένη η Ηλέκτρα.

«Έλα βρε Ηλέκτρα μου! Αφού καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις; Ταράζομαι ολόκληρη και μόνο στην ιδέα πως θα τον δω! Σταματάει το μυαλό μου ,κι η καρδιά μου, κι η αναπνοή μου… Καταλαβαίνεις;», απολογήθηκε η Aλίκη κρατώντας το χέρι της Ηλέκτρας.


 «Καταλαβαίνω. Προσπαθώ δηλαδή να καταλάβω.  Σίγουρα, δεν σε έχω δει ποτέ πιο ευτυχισμένη, ποτέ! Τη δάγκωσες για τα καλά τη λαμαρίνα», της χαμογέλασε η Ηλέκτρα. 

Έγινε κατακόκκινη η Αλίκη! Μάζεψε την τσάντα της γρηγορα και για πότε βρέθηκε καθισμένη στην θέση του λεωφορείου ούτε που το κατάλαβε. 

Είχε τόση νευρικότητα που ούτε τα ακουστικά από το ραδιοφωνάκι της δεν καθόντουσαν στα αυτιά της. 

Μα γιατί δεν πάει γρηγορότερα αυτό το λεωφορείο; 


Κατέβηκε δυο στάσεις νωρίτερα, από την υπερένταση. Έφτασε στην πλατεία και μετά ανέβηκε την μικρή ανηφόρα με τα πόδια. 

Μόλις έφτασε έξω από το σπίτι σταμάτησε για λίγο στην πόρτα, πριν χτυπήσει το κουδούνι.

 Βαθιά ανάσα.


Ο Ορέστης άνοιξε χαμογελαστός την πόρτα. Φορούσε μια μαύρη φαρδιά φόρμα κι ένα λευκό φανελάκι, κι όπως πάντα ξυπόλυτος.

«Καλώς τη», της χαμογέλασε και άνοιξε διάπλατα την πόρτα.

 Χαμογέλασε κι η Αλίκη και μπήκε μέσα. 


Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα συμπεριφέρονταν κι οι δυο. 

Σας να μην είχε υπάρξει το φιλί του Σαββάτου.


Της έφτιαξε καφέ ο Ορέστης, και κάθισαν στο καναπεδάκι, κι άρχισαν να λένε διάφορα. 

Καθισμένοι στον πολύχρωμο καναπέ του σαλονιού, ο ένας κάπως μακριά από των άλλο, κάπως αμήχανοι, έλεγαν λόγια αδιάφορα. 


Και τότε ο Ορέστης σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει.

Κοίταξε αμήχανα στο πάτωμα και το βλέμμα του χάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα.

Τέντωσε το χέρι του και έπιασε το χέρι της Αλίκης. Την τράβηξε απαλά προς το μέρος του και την άφησε ξανά. Σήκωσε το βλέμμα του και την πλησίασε αργά. Πολύ αργά. Τα χέρια του άγγιξαν του ωμους της,  και την τράβηξε απαλά επάνω του, μέχρι τα χείλια του να ακουμπήσουν τα δικά της. 

Και την φίλησε. Τη φίλησε έτσι όπως δεν είχε ξαναφιλήσει ποτέ,καμιά.

Ένα φιλί βαθύ, ατέλειωτο. 

Ένα φιλί, κι άλλο ένα, κι ακόμα ένα…


Άνοιξε τα μάτια της η Αλίκη και κοίταξε το ταβάνι. Πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε τόσο όμορφο ταβάνι, χαμογελαστό. Χαμογέλασε κι εκείνη. Ήταν πραγματικότητα η όνειρο; 

Μπορούσε να ακουμπάει το κεφάλι στα χέρια και να τον σκέφτεται ώρες ατέλειωτες, ανατριχιάζοντας από ευτυχία. 

Κι όταν δεν είχε ύπνο να αναπλάθει μέσα της ασταμάτητα το γέλιο και τον ήχο της φωνής του.

Να χαϊδεύει νοερά την παλάμη του ονειροπολώντας. Και το φιλί του … νύχτα βαθύτερη. 

Ίσως να τον συνάντησε παρά μόνο γι’ αυτό. Να μάθει να μιλάει μόνο για όνειρα.

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...