Η θάλασσα απλωνόταν απέραντη κι ο ήλιος έβαφε τα πάντα γύρω του, με ένα χρώμα βαθύ χρυσό. Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, όλα μοιάζανε σαν όνειρο.
Εκείνος, ανεβασμένος πάνω στο μπαλκονάκι του φάρου, ακουμπούσε πάνω στην κουπαστή και το βλέμμα του χανόταν πέρα μακριά στη θάλασσα.
Ήταν χαμένος στις σκέψεις του,όταν ένιωσε ένα χέρι να του αγγίζει τα μαλλιά. Για μια στιγμή τρόμαξε,και τινάχτηκε ολόκληρος. Γύρισε πίσω να κοιτάξει ποιος ήταν.
Και τότε την είδε να του χαμογελάει.
Για μερικά δευτερόλεπτα,στέκονταν ακίνητοι και κοίταζε ο ένας τον άλλο, σαστισμένοι, μα χαμογελαστοί.
Δέκα χρόνια,δέκα ολόκληρα χρόνια είχαν να βρεθούν.
Ήταν πια και οι δυο γύρω στα πενήντα. Οι ρυτίδες είχαν εμφανιστεί στα πρόσωπα τους και τίποτα δεν θύμιζε τη νιότη που πέρασε.Τίποτα, εκτός από τα μάτια τους. Ο τρόπος που κοιτάζονταν, δεν είχε αλλάξει ούτε στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Ένα παιχνίδισμα αντικατοπτριζόταν εκεί, ένα λαμπύρισμα που τίποτα δεν μπορούσε να το σβήσει.
Ο Ορέστης, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Ακουμπούσε το κεφάλι της στο στέρνο του, κι ένιωθε πως η καρδιά του δεν θα αντέξει,θα σπάσει από την ευτυχία.
Η Αλίκη δεν αντιστάθηκε. Αφέθηκε στην αγκαλιά του. Σε αυτή την αγκαλιά που τόσα χρόνια ονειρευόταν, που τόσο λαχταρούσε.Το δάχτυλα της έσφιγγαν την μπλούζα του, είχε γραπωθεί και δεν ήθελε με τίποτα να τον αφήσει να φύγει. Κι αυτή η μυρωδιά του,αχ αυτή η τόσο γνώριμη μυρωδιά του, ξεκλείδωσε όλες τις αναμνήσεις που ξεχύθηκαν σαν καταιγίδα μέσα της.
Και τότε τα πάντα πλημμύρισαν. Δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυα της η Αλίκη. Σα χείμαρρος έτρεξαν και τα παρέσυραν όλα. Θυμό, στεναχώρια, τύψεις. Όλα.
«Κλαις μικρό μου;».
Η φωνή του Ορέστη σαν να την έβγαλε από τις σκέψεις της.
Την τράβηξε από πάνω του και την έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω,για να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια.
«Μην κλαις,σε παρακαλώ μη κλαις ψυχή μου,δεν το αντέχω…»
Χάιδεψε με το χέρι του το τσουλούφι που είχε μπει μέσα στα μάτια της και της σκούπισε τα δάκρυα.
Αφού ηρέμησαν κάπως από την ένταση της στιγμής, την τράβηξε από το μπράτσο και την οδήγησε να κάτσουν στο πεζούλι στην άκρη του φάρου,δίπλα στη ακροθαλασσιά.
Σαν μαθητούδια κάθονταν,ο ένας δίπλα στον άλλο. Πενήντα ετών άνθρωποι και νιώθαν αμηχανία. Δεν ήξεραν πως να βολέψουν τα χέρια τους,πως να καθίσουν, τι να πουν…
Αλήθεια γιατί βρέθηκαν;
Τι είχαν πια να πουν;
«Δεν έπρεπε να βρεθούμε»,είπε ψιθυριστά σχεδόν η Αλίκη.
Ο Ορέστης συννέφιασε.
«Δεν ήθελες να με δεις;», ρώτησε λυπημένος.
Γύρισε και τον κοίταξε εκείνη. Με ένα βλέμμα κουρασμένο, μα τόσο ευτυχισμένο. Έλαμπαν τα μάτια της,τον κοιτούσε και δεν Μπορούσε να πιστέψει πως το έχει εκεί μπροστά της και μπορεί να τον αγγίξει,να του μιλήσει.
Ο Ορέστης κοιτούσε προς τη θάλασσα.Για λίγο δεν μιλούσαν. Έψαξε με το χέρι του να βρει το δικό της εκεί δίπλα του. Το έπιασε και το κράτησε σφιχτά. Δεν ήθελε να την αφήσει. Όχι τώρα που την βρήκε ξανά.
(Συνεχίζεται... )