Ο Δημήτρης κι ο Ορέστης ήταν φίλοι αχώριστοι.
Απ το γυμνάσιο μαζί. Στα μαθήματα, στις κοπάνες, στα πειράγματα, στις βόλτες, σε όλα μαζί.
Μα δεν έμοιαζαν σχεδόν σε τίποτα οι δυο τους.
Ο Δημήτρης ήταν ένα αγόρι έξω καρδιά, όμορφο, μα λιγάκι αστείο. Όλα τα έπαιρνε ανάλαφρα, ίσως γιατί η ζωή του τα είχε φέρει κάπως δύσκολα και ήξερε πως δεν ήθελε να βλέπει πια τη σοβαρή πλευρά της ζωής αλλά της διασκεδαστική και την αστεία.
Ο Ορεστης από την άλλη, έμοιαζε σοβαρός και κάπως απόμακρος πάντα. Δεν ήταν η ψυχή της παρέας αλλά ήταν αυτός που αγαπούσε τις παρέες. Ήθελε να είναι μέσα στις παρέες να συμμετέχει και να διασκεδάζει με το δικό του τρόπο. Τον θαύμαζε το Δημήτρη. Θαύμαζε το πόσο δημοφιλής ήταν, πόσο άνετος και κοινωνικός και πάντα ήξερε τα καλύτερα μέρη για να βγαίνουν.
Ο,τι πρότεινε ο Δημήτρης ήταν πάντα η καλύτερη επιλογή και ποτέ δεν αρνούνταν ο Ορεστης την πρόταση του.
Η Αλίκη ήξερε πολλά χρόνια κι εκείνη τον Δημήτρη μέσω του Ορεστη.
Έκεινο λοιπόν το καλοκαίρι, το πρώτο που ο Ορεστης και η Ελπίδα ήταν πια μαζί, η Αλίκη άρχισε να κάνει περισσότερο παρέα με το Δημήτρη.
Έβγαιναν βόλτες οι δυο τους, πήγαιναν σε συναυλίες, για μπάνιο στη θάλασσα, για σουβλάκια, για καφέ, σαν φίλοι όμως.
Δεν είχε προκύψει ποτέ το θέμα για κάτι περισσότερο.
Ένα βράδυ όμως, ανάμεσα στο σουβλάκι και στη μπίρα που έπιναν ανεβασμένοι οι δυο τους σε ένα πεζούλι κάπου στο Λυκαβηττό, ο Δημήτρης γύρισε και τη φίλησε στα ξαφνικά.
Και μπορεί η Αλίκη να μην είδε αστεράκια, όπως όταν τη φιλούσε ο Ορεστης, αλλά ο Δημήτρης φιλούσε ωραία. Ήταν όμορφος και είχε ένα υπέροχο χαμόγελο. Αλλά πάνω από όλα ήταν τόσο αστείος και ήξερε πάντα να της φτιάχνει τη διάθεση.
Η Αλίκη είχε ανάγκη να περάσει ωραία και να ξαναβρεί το κέφι της.
Κι ο Δημήτρης ήταν το ιδανικό σωσίβιο για τη σωτηρίας της, κι έτσι ακριβώς τον χρησιμοποίησε.
Έβγαιναν σχεδόν καθημερινά, έκαναν μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο στην καλοκαιρινή Αθήνα, έκαναν μπάνιο, γελούσαν, χόρευαν χωρίς να ζητάει ο ένας κάτι παραπάνω για τον άλλο.
Ο Δημήτρης ήξερε την κατάσταση που υπήρχε ανάμεσα στην Αλίκη και στον Ορεστη τα τελευταία χρόνια. Ποτέ δεν ήταν όμως «μαζί» αυτοί οι δυο. Ούτε μιλούσε ποτέ ο Ορεστης στον ίδιο για εκείνη. Όταν έβλεπε όμως ο Δημήτρης τους δυο τους μαζί στον ίδιο χώρο, ένιωθε πάντα εκείνη την περίεργη ενέργεια μεταξύ τους.
Ήξερε επίσης πως πλέον ο Ορεστης ηταν πια με την Ελπίδα. Οποτε το πεδίο ηταν πλέον ανοιχτό. Ή και όχι…
Μα η Αλίκη σκεφτόταν αλλα…
Ίσως πως αν μάθαινε ο Ορέστης κάτι για τους δυο τους, ίσως να ζήλευε…
Ίσως αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του..μα ο Ορέστης δεν ζήλευε.
Ένα βράδυ καλοκαιρινό, αρχές Σεπτέμβρη θα ήταν, βρέθηκαν οι τρεις τους, ο Ορεστης η Αλίκη κι ο Δημήτρης, στο σπίτι του Δημήτρη, για φαγητο.
Έφαγαν,ήπιαν, γέλασαν και αφού ο Ορεστης ετοιμάστηκε για να φύγει η Αλίκη τον ρώτησε αν μπορούσε να την επιστρέψει σπίτι της.
Ήταν 10 λεπτά η απόσταση με τα πόδια από το σπίτι του Δημήτρη, αλλά ήταν πολύ αργά και δεν ήθελε να περπατήσει στα σκοτεινά μόνη της.
Ο Ορεστης όμως αρνήθηκε και επέμενε να την επιστρέψει αργότερα ο Δημήτρης. Επέμενε πολύ. Σα να ήθελε να μείνει μόνη της η Αλίκη με το Δημήτρη.
Άρα ήδη ήξερε και προφανώς δε ζήλευε.
Βασικά όχι μόνο δε ζήλευε αλλά μάλλον χαιρόταν για το φίλο του.
Η Αλίκη είχε θυμώσει με τον εαυτό της. Είχε θυμώσει τόσο πολύ που πίστευε πως θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να ζηλέψει. Πως θα μπορούσε να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα για εκείνη.
Ένιωθε αόρατη. Την έκανε να αισθάνεται πως δεν υπάρχει.
Και πονούσε μέσα της τόσο πολύ. Ένιωθε ένα πόνο αβάσταχτο, που της σταματούσε σχεδόν την ανάσα.
Γύρισε στο σπίτι μετά από λίγο. Την γύρισε ο Δημήτρης. Τον χαιρέτησε κάπως απότομα και εξαφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας.
Δεν έφταιγε κι εκείνος. Κανείς δεν έφταιγε. Ίσως μόνο αυτή η ψευδαίσθηση της πως θα την αγαπήσει ο Ορέστης. Εκείνη μόνο…για πάντα…
Ξάπλωσε στο κρεββάτι και άνοιξε τη μουσική…
Μόνο εκεί μπορούσε να βρει παρηγοριά.
Τα τραγούδια, τα δύσκολα τραγούδια, συνέχιζαν να αυξανονται.
Είναι τα τραγούδια εκείνα που ζουν μεσα από καποιον.
Θα θέλε να έχει κι εκείνος ένα τετοιο τραγούδι που θα ζει μεσα από εκείνη.
Ένα τραγούδι να μυριζει εκείνη στην πρωτη του νοτα.
Κι ο,τι κι αν κάνει, κι όπου κι αν βρίσκεται να είναι το μυαλο του, η καρδια του και οι αισθησεις του όλες σε εκείνη προσανατολισμένες. Για ένα ολόκληρο τραγούδι να μην μπορεί να σκεφτεί, να μην μπορείς να αισθανθεί να μην μπορεί να νιώσει τίποτε άλλο, εκτός από εκείνη…
Έκλεισε τα ματια της και είδε ξανα τα χερια του στον αερα να προσπαθουν να κανουν μια ρυθμικη κινηση.
Να την κλείνει στην αγκαλιά του.
Έτσι σφιχτά παντα την έκλεινε στην αγκαλιά του.
Όλα του τα λόγια, τα μετέφραζε σε αγκαλιές.
Και μάλλον κάπου εκεί ήταν που χάθηκαν οι δυο τους στη μετάφραση…