Ξύπνησε βάζοντας τέρμα την μουσική, μα και πάλι οι σκέψεις της ακούγονταν πιο δυνατά. Ήταν από εκείνες τις ημέρες που όλα τής έφταιγαν, που έβλεπε μαύρες κηλίδες σε όλα τα άλλα χρώματα…
Ήταν άυπνη.
Οι μαύροι κύκλοι είχαν κάνει την εμφάνιση τους κάτω από τα μάτια της.
Άνοιξε το παράθυρο να μπει αέρας. Στάθηκε ακινητη να κοιτάει με βλέμμα απλανές το πράσινο που απλωνόταν μπροστά της και χάθηκε ξανα στις σκέψεις της.
Το χτεσινό βράδυ είχε τρομάξει με το εαυτό της.
Είχε τρομάξει από το ποσό μεγάλη επιρροή είχε αυτός ο άνθρωπος πάνω της.
Αυτός ο άνθρωπος, που πάνω που πίστευε πως τον είχε μάθει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έκανε κάτι εντελώς αψυχολόγητο που δεν ήξερε πως να το διαχειριστεί.
Το είχε συνειδητοποιήσει πια πως ποτέ δεν θα ήταν μαζί.
Ήταν τόσο ίδιοι μα και τόσο διαφορετικοί που δεν θα μπορούσαν ούτε μια στιγμή να αντέξουν ο ένας τον άλλο.
Ο Ορεστης ήταν ήδη σε σοβαρή σχέση με την Ελπίδα. Ήταν ταιριαστό και όμορφο ζευγάρι, και μοιάζαν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο.
Η Αλίκη τους έβλεπε και πραγματικά χαιρόταν για εκείνον γιατί φαινόταν πολύ ευτυχισμένος.
Αφού δεν μπορούσαν να είναι μαζί, ας ήταν τουλάχιστον ευτυχισμένοι ο καθένας με όποιον είχε επιλέξει.
Τον αγαπούσε τον Ορεστη.
Τον αγαπούσε βαθιά, σα να τους ένωνε κάτι πολύ βαθύ, κάτι που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο.
Μα το χτεσινό βράδυ…αχ, το χτεσινό βράδυ…
Γυρνούσαν από ξενύχτι, πέντε άτομα στο αυτοκίνητο του Αλέξη.
Ο Αλέξης οδηγούσε, η Ηλέκτρα καθόταν στη θέση του συνοδηγού, και στο πίσω κάθισμα ο Ορεστης καθόταν στο δεξί παράθυρο, η Ελπίδα στη μέση κι η Αλίκη, ούτε κι αυτή δεν κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί, στο αριστερό παράθυρο.
Η Αλίκη θα γυρνούσε με το αμάξι του Δημήτρη, αλλά ο Ορεστης επέμενε πως χωρούσε στο δικό τους αμάξι και δεν χρειαζόταν ο Δημήτρης να κάνει ολόκληρο κύκλο για να επιστρέψει την Αλίκη στο σπίτι της.
Όλοι ήταν κουρασμένοι και αρκετά μεθυσμένοι.
Ο Αλεξης άνοιξε τη μουσική και έβαλε κάτι ήρεμο και χαλαρό. Κανείς δεν μιλούσε εκτός από την Ηλέκτρα, που από την ώρα που είχαν μπει στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν, σχολίαζε τα πάντα ακατάπαυστα.
Είχε αναλύσει τα πάντα. Κανείς δεν την άκουγε, εκτός ίσως από την Ελπίδα που κάποιες στιγμές -από ευγένεια μάλλον-της απαντούσε.
Η Αλίκη είχε χαλαρώσει και είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο πίσω μέρος του καθίσματος και είχε κλείσει τα μάτια της.
Και τότε το ένιωσε.
Ένα χέρι να της χαϊδεύει τρυφερά το λαιμό της, εκεί ακριβώς στο πίσω μέρος στο σημείο που ενώνεται με το κεφάλι. Να χαϊδεύει το λαιμό και τα μαλλιά της και να μη σταματά. Για πολύ ώρα να ανακατεύει τα δάχτυλα του μέσα στα μαλλιά της.
Κι εκείνη να μην τολμά να ανοίξει τα μάτια της, να μην τολμά να πάρει ανάσα, να μην τολμά να κουνηθεί.
Ήξερε ποιου το χέρι ήταν.
Ήξερε, γιατί την είχε χαϊδέψει τόσες φορές. Ήξερε πως δεν έπρεπε να είναι το χέρι του στα δικά της μαλλιά και στο δικό της λαιμό.
Εκείνη το ήξερε. Εκείνος; Μάλλον όχι…
Τη διέλυσε αυτό.
Οι άνθρωποι κάποιες φορές είναι σαν τις θρησκείες. Σε εξουσιάζουν. Αυτο συνέβαινε με τον Ορέστη κι εκείνη.
Την εξουσίαζε απόλυτα.
Παράξενα δεμένοι οι δυο τους.
Την έκανε να μην ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος.
Το πρέπει,από το δεν πρέπει.
Όλα λάθος μαζί του! Όλα λάθος!
Κι όσο τον κοιτούσε απορούσε τι κοινό έχουν οι δυο τους.
Το πρόβλημά της ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει κανέναν σαν εκείνον.
Όχι γιατί ηταν αναντικατάστατος,
αλλά γιατί πάντα μεταξύ των πραγμάτων,
υπάρχει ένα κενό.
Κι εκεί πάντα αναζητούσε εκείνον.
Έσπαγε το κεφάλι της να βρει τι ίδιο είχαν.
Και τελικά το βρήκε.
Το μεγαλύτερο τους κοινό,
είναι το κενό που ένιωθαν.
Εκείνος, είχε λίγη αγάπη στο κενό του,
κι εκείνη λίγη παρουσία του στο δικό της.
Μα η δύναμη του κενού, θα απορροφήσει
και θα έλξει όλα όσα επιθυμεί.
Και τότε ή που θα τον φέρει πλάι της
ή που θα την πάρει ο διάολος.
Κι εκείνος;
Πως θα καλύψει το κενό του;
No comments:
Post a Comment