Friday, September 16, 2022

θρυψαλάκια

 


Ήταν μέσα Ιουνίου, αρχές καλοκαιριού. Μια νύχτα γεμάτη αστέρια. Το φεγγάρι απών. Μα τόσα άστρα ήταν εκεί, τόσα άστρα που έκαναν τη νύχτα μέρα. 

Είχε βγει η Αλίκη και επέστρεφε σπίτι οδηγώντας στην παραλιακή. Ήταν καθημερινή κι η λεωφόρος χωρίς αυτοκίνητα και εκείνη να απολαμβάνει την ηρεμία της πόλης και τη μουσική.

 Έτρεχε και ο θαλασσινός αέρας  δρόσιζε το πρόσωπο της κι ανακάτευε τα μαλλιά της. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν «…nothing is gone change my love for you…” κι εκείνη τραγουδούσε δυνατά όταν χτύπησε το κινητό που είχε παρατημένο στην άδεια θέση του συνοδηγού.

Μήνυμα. Ήταν μήνυμα από τον Ορέστη. Η ώρα ήταν σχεδόν 12. Την ρωτούσε αν ήθελε να βρεθούν. 

Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Αλίκης. Δάγκωσε νευρικά το χείλος της. Άναψε τα αλάρμ του αυτοκινήτου και πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. Πληκτρολόγησε ένα μήνυμα και το έστειλε αμέσως.

 Μισή ώρα μετά βρισκόταν έξω από το σπίτι του. Εκείνος ήταν ήδη μπροστά στην εξώπορτα και την περίμενε. Μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο, και το πέταξε μπροστά του σβήνοντας το με το παπούτσι. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Είπε ένα ξερό "γειά". 


"Που θες να πάμε;", τον ρώτησε εκείνη. Είχε κατεβάσει το παράθυρο και το βραδινό αεράκι του χάιδευε το πρόσωπο. "Ας κάνουμε μια βόλτα ...", της είπε.
Ξεκίνησε λοιπόν η βόλτα και το ραδιόφωνο συνέχιζε να παίζει μπαλάντες… “it must have been love, but it’s over now…”.

Ο Ορεστης είχε περάσει το χέρι του πίσω από το κάθισμα της, την αγκάλιαζε σχεδόν. Πέρασε το χέρι του πίσω από τα μαλλιά της και την χάιδεψε απαλά στο λαιμό.

Έτσι την άγγιζε πάντα, με έναν τρόπο σαν να ήταν δίκη του, σαν να του ανήκε. Το δικό του παιχνιδάκι.

Γύρισε τότε η Αλίκη και τον κοίταξε, με ένα βλέμμα φοβισμένο, σαν να τον εκλιπαρούσε να σταματήσει. Σαν να τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα, τράβηξε το χέρι του και γύρισε το βλέμμα του μπροστά, στην ευθεία του δρόμου.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από την στιγμή που ξεκίνησαν, όταν της είπε να σταματήσει σε ένα περίπτερο. Κατέβηκε, αγόρασε τσιγάρα, έναν πορτοκαλί αναπτήρα και ένα μπουκαλάκι νερό. Μπήκε ξανά μέσα στο αυτοκίνητο, και της είπε πως κουράστηκε να γυρίζουν γύρω γύρω. Ήθελε να πάνε κάπου να καθίσουν με το αυτοκίνητο.

Ήξερε που θα πήγαινε η Αλίκη, ήξερε και τη συνέχεια του έργου.

Έφτασαν μετά από λίγη ώρα, πάρκαραν, και έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Ορέστης άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. Άναψε ένα τσιγάρο με τον πορτοκαλί αναπτήρα, και ακούμπησε στο καπό. Εκείνη έμεινε καθισμένη τυλιγμένη ακόμα με τη ζώνη του αυτοκινήτου. Την κρατούσε με τα χέρια της λες και θα την γλίτωνε από αυτό που ερχόταν καταπάνω της. Τίποτε δεν επρόκειτο να την γλιτώσει, ήξερε καλά τη συνέχεια. Σήκωσε το χέρι της και πίεσε το κλιπ της ζώνης, και με μια κίνηση την αφαίρεσε. Δεν σηκώθηκε όμως από τη θέση της. Περίμενε. 


Δεν πέρασε ένα λεπτό κι εκείνος σηκώθηκε από το καπώ. Πέταξε το τσιγάρο και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Την κοίταξε μ' ένα βλέμμα θολό, την άρπαξε από τους ώμους και τη φίλησε μ' όση δύναμη είχε. Την ξάφνιασε. Πέρασε τα χέρια του από τους ώμους στο λαιμό της κι από εκεί τα έμπλεξε μέσα στα μαλλιά της. Δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από τα δικά της. 

Η Αλίκη είχε παραλύσει. Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που την φιλούσε, όχι πως ήταν κάτι διαφορετικό από όλες τις άλλες φορές, αλλά να... κάθε φορά της έμοιαζε μαγική. Κάθε φορά νόμιζε ότι έβλεπε χρυσόσκονη να πέφτει γύρω της παντού, και άκουγε μουσική. Ναι, μουσική αληθινά. Σαν τη μουσική που ακούν οι πρωταγωνιστές των ταινιών όταν δίνουν το πρώτο τους φιλί. 

Ένιωθε κάθε φορά πως παίζει σε ταινία, κι όχι απαραίτητα ρομαντική κομεντί. Άλλες φορές δράμα κι άλλες φορές θρίλερ.

Και η ταλαιπωρημένη καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά, άλλες φορές από ευτυχία, άλλες από φόβο κι άλλες από θυμό. Παντα όμως τόσο δυνατά, που κάθε φορά έμοιαζε πως θα ξεχαρβαλωθεί από το τρελό χτύπημα. 

"Πάμε να κάτσουμε στο πίσω κάθισμα;", της ψιθύρισε ξαφνικά στο αυτί ο Ορεστης.
Δεν το σκέφτηκε, σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη και κάθισαν πίσω. 
Τα χέρια του μπλέχτηκαν ξανά στα μαλλιά της,  άγγιξαν τα μάτια της, τα χείλια, το μικρό λακάκι στο λαιμό της …θεέ μου πόση ευτυχία μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;

Και τα χέρια πέρασαν στο λαιμό, και στους ώμους και πιο κάτω και…
Η Αλίκη τραβήχτηκε από πάνω του. Σαν κάποιος να της έκοψε το όνειρο. 
"Δεν θέλω", του είπε, "όχι, έχω ανάγκη μόνο για αγκαλιές και φιλιά πολλά φιλιά...".

 Τον κοίταξε στα μάτια σχεδόν ικετευτικά. 
"Αν δεν θες, τότε θα φύγουμε... και δεν έχει ούτε αγκαλιές ούτε φιλιά...", της είπε ξερά.

Αυτό ήταν. 

Κι έπειτα πάγωσε ο χρόνος, σβήστηκε ο χρόνος, σβήστηκε η μνήμη, χάθηκαν όλα…

Πόσες ώρες είχαν περάσει; 

Είχε ξημερώσει.

Βρέθηκε να κάθεται στο πάτωμα του υπνοδωματίου της, στριμωγμένη στη γωνία. Ήθελε να εξαφανιστεί, να κάνει τα μαγικά της και να χαθεί να μη σκέφτεται να μην πονάει. Πως γίνεται να πονάει τόσο πολύ χωρίς να έχεις ματώσει πουθενά; 
Θρύψαλα και σκόνη παντού.

 Πως γίνεται μια μικρή ανθρώπινη καρδιά να σήκωσε τόσο μεγάλο σύννεφο σκόνης; Μια μικρή ανθρώπινη καρδιά, τόσα εκατομμύρια μικρά θρυψαλάκια... "

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...