Wednesday, August 17, 2022

Δεκαπενταύγουστος



Η Αλίκη ετοίμαστηκε γρήγορα.

Πέταξε μέσα στο σάκο της το μαγιό, μια πετσέτα και μια αλλαξιά ρούχα για το βράδυ και ήταν έτοιμη. Οι άλλοι δυο την περίμεναν έξω από την πόρτα του κήπου μέσα στον παλιό μαύρο "σκαραβαίο". 

Έβαλε  το σάκο στο πορτ μπαγκαζ και ξεκίνησαν.  Δεν είχαν προγραμματίσει αυτή την μικρή εκδρομή. 

Ο Αλέξης πέταξε την ιδέα κι ο Ορέστης απλώς συμφώνησε- δεν είχε άλλωστε να κάνει και τίποτε καλύτερο. 

Πως χώρεσε σε όλο αυτό κι η Αλίκη δεν κατάλαβε κανείς. 

Κατά κάποια σατανική σύμπτωση είχαν ξεμείνει και οι τρεις τους χωρίς να έχουν κανονίσει τίποτε για το 3ήμερο. 

Από μια άδεια λοιπόν Αθήνα - παραμονές 15 Αύγουστος- ξεκίνησαν για το χωριό τον αγοριών με μια μικρή στάση όμως λίγο πριν για μια βουτιά στη θάλασσα. 

Η θάλασσα ήταν απόλυτα ήρεμη, το νερό ζεστο κι η παραλία σχεδόν άδεια από κόσμο. Έκατσαν στην άμμο μέχρι να στεγνώσουν κι έπειτα ξεκίνησαν πάλι για το χωριό. 

Η διαδρομή ήταν γεμάτη στροφές κι Αλίκη ήταν συνεχώς ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα. 

Όλα γύριζαν γύρω της.

Έφτασαν στο χωριό μετά από λίγη ώρα. Ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριουδάκι  κοντά στο Ναύπλιο. 

Ανέβηκαν τη σκάλα του σπιτιού φορτωμένοι με πράγματα κι ο Αλέξης άνοιξε την παλιά ξύλινη πόρτα. Το σπίτι ήταν παλιό μα πολύ προσεγμένο και καθαρό. Μια γειτόνισσα είχε αναλάβει την περιποίηση του σπιτιού για να βρίσκεται πάντα σε καλή κατάσταση. Είχε ειδοποιήσει ο Αλέξης τελευταία στιγμή πως θα έρχονταν, κι όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά σεντόνια, ζεστό νερό, και φυσικά το τραπέζι στρωμένο και φαγητό μαγειρεμμένο να τους περιμένει.

Το κολύμπι στη θάλασσα τους είχε ανοίξει την όρεξη και κάθησαν κι οι τρεις αμέσως στο τραπέζι. Ο Ορέστης πείραζε τον Αλέξη για το πόσο γρήγορα τρώει και η Αλίκη γελούσε. Πραγματικά γελούσε με την ψυχή της. 

Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να ετοιμαστούν για το πανηγύρι.

Θα περνούσαν από το σπίτι κάποιοι παιδικοί φίλοι από το χωριό για να πάνε όλοι μαζί. 

Η παρέα έφτασε και όλοι μαζί περπατώντας ξεκίνησαν για την πλατεία του χωριού που είχε στήθει ήδη το γλέντι. 

Τεράστιες ουρές από τραπέζια το ένα δίπλαστο άλλο κάλυπταν όλη την πλατεία αλλά και τους γύρω δρόμους, και στο κέντρο μια μεγάλη σκηνή με τους οργανοπαίχτες και τους τραγουδιστές. 

Τα καλαματιανά, τα τσάμικα και τα νησιωτικά είχαν ξεσηκώσει μικρούς και μεγάλους και η πίστα έμοιαζε έτοιμη να βυθιστεί.

Η παρέα κάθισε σε ένα μεγάλο τραπέζι σχεδόν μπροστά στην πίστα. Τα αγόρια έβαλαν την Αλίκη να καθίσει ανάμεσά τους. Τα ποτήρια γέμισαν κρασί και ουίσκι και τα στην υγεία μας έδιναν κι έπαιρναν.

Η Αλίκη δεν ήξερε σχεδόν κανένα εκτός από μια φίλη των αγοριών. 

Δεν την ένοιαζε τίποτα ομως. 

Καθόταν δίπλα στον Ορέστη που της γέμιζε το ποτήρι και την ρωτούσε τι άλλο θα ήθελε.  

Τη φρόντιζε και ήταν το μόνο που ήθελε.

Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί, τρελαινόταν να τον βλέπει να την νοιάζεται και να την προσέχει, έστω κι αν αυτό κρατούσε μόνο για λίγο.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της κι Ορέστης είχε γυρίσει και μιλούσε με μια κοπέλα που καθησε δίπλα του. 

Μιλούσε αρκέτη ώρα. Η Αλίκη στην αρχή σκέφτηκε να αδιαφορήσει. 

Άλλωστε τι του ήταν η Αλίκη του Ορέστη; Τίποτα, απολύτως τίποτα.

Η ώρα περνούσε όμως κι εκείνη άρχιζε να μην μπορεί να κάτσει στην καρέκλα, στριφογυρνούσε πότε από δω και πότε από κει. 

Κι εκείνος συνέχιζε τη συζήτηση και τα χαζογελάκια με εκείνη την κοπέλα. 

Ζήλευε. 

Ζήλευε τόσο η Αλίκη που αν δεν σηκωνόταν εκείνη τη στιγμή να χορέψει μαζί με τους άλλους που την τράβηξαν απ'το χέρι, θα έπιανε την άδεια πλαστική καρέκλα από δίπλα της και θα την προσγείωνε πάνω στο κεφάλι του Ορέστη. 

Ευτυχώς όμως χόρεψε μαζί με τους υπόλοιπους για ώρα και ξεχάστηκε και ξεθύμανε κάπως η ζήλεια που της έτρωγε τα σωθηκα. 

Όταν πια κουράστηκε από το χορό κάθησε πάλι στο τραπέζι αλλά όχι στην ίδια θέση. Κάθισε μαζί με κάποια κορίτσια που γνώρισε λιγό πιο πέρα. Κι ούτε που γύρισε να ξανακοιτάξει τον Ορέστη. 

Ευτυχώς που ο εγωισμός της την έσωζε από το να γίνεται εντελώς σκουπίδι για χάρη του. Κι αυτή η ζήλεια της όμως;

Γιατί της μιλάει; 

Γιατί χαχανίζει μαζί της; 

Τι σε νοιάζει Αλίκη; Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ; Θύμωνε τόσο πολύ με τον εαυτό της.

Θύμωνε που δεν μπορούσε να το διαχειριστεί όλο αυτό. Απογοητευόταν γιατί δεν ήθελε να την επηρεάζει τόσο, να την πληγώνει.

Οι σκέψεις είχαν αρχίσει να την τρελαίνουν. Ήθελε να φύγει από εκεί.Δεν περνούσε πλέον καλά…

Μα τότε,ένα άγγιγμα πίσω στον ώμο της σταμάτησε κάθε της σκέψη. 

Ήταν ο Ορέστης.

  «Γιατί ήρθες και κάθησες εδώ;», τη ρώτησε γλυκά. 

«Γιατί ετσι», απάντησε εκείνη με το γνωστό παιδιάστικο κατσούφικο ύφος. 

«Έλα σήκω να πάμε να κάτσεις στη θέση σου».

 «Όχι εδώ θα κάτσω. Δεν πάω πουθενά!».

«Αλίκη σήκω. Έλα σε παρακαλώ», της είπε κοιτώντας τη στα μάτια με ένα ύφος που δεν σήκωνε καθόλου αντιρρήσεις.

Κι εκείνη σηκώθηκε. 

Σαν υπνωτισμένη.

Την έπιασε από το χέρι και  περπάτησαν μέχρι που έφτασαν και κάθισαν ξανά στις θέσεις τους. 

Τον ακολούθησε μαγεμένη και απόλυτα παραδομένη.

Δεν έβλεπε πάλι τίποτε μπροστά της μόνο πεταλούδες. Πορτοκαλί πεταλούδες. 

Την έκανε ότι ήθελε εκείνος. 

Δεν μπορούσε να του πει όχι σε τίποτα. Δεν ήθελε να του πει όχι. 

Είχε ένα χαζό χαμόγελο. Ήθελε να σταματήσει  να χαμογελά και δεν μπορούσε..

Έκλεισε για μια στιγμή μόνο τα μάτια της, μόνο για να ονειρευτεί πως είναι δικός της,μόνο δικός της…

Κι όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, εκείνος έβαλε το χέρι του στο πίσω μέρος της καρέκλας της και την αγκάλιασε.

Την καρέκλα, όχι την Αλίκη…

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...