Friday, October 30, 2020

Δικός σου για παντα





Προσπαθούσε να καθίσει πάνω στο ψηλό σκαμπό του μπαρ. Ένα μεγάλο οβάλ μπαρ στη μεση ακριβώς του μαγαζιού.
 Η μουσική έπαιζε χαμηλά. Το συγκρότημα που θα εμφανιζόταν ζωντανά εκείνο το βράδυ έκανε τις τελευταίες ρυθμίσεις στα φώτα και στον ήχο.
 Κάποιες παράτονες νότες ακούγονταν που και που καθώς κούρδιζαν τις κιθάρες και πατούσαν άτακτα τα πλήκτρα του πιάνου. 

Ο μπασίστας του συγκροτήματος, ήρθε και χαιρέτησε τον Ορέστη. Ήταν παλιός φίλος και συμμαθητής του από το σχολείο. 
Σύστησε τον Αλέξη και την Αλίκη, αντάλλαξαν μερικές κουβέντες και έφυγε ξανά γιατί έπρεπε να ανέβει στη σκηνή. 

Το συγκρότημα ξεκίνησε να παίζει σ'ένα σχεδόν άδειο μαγαζί. Οι τρεις του καθόντουσαν στην άκρη του μπαρ και παράγειλαν τα πρώτα ποτά. Τσούγκρισαν και γύρισαν προς τη μεριά τη σκηνής να απολαύσουν τη μουσική. 

Η ώρα περνουσε και σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Ο χώρος μπροστά τους είχε γεμίσει και όλοι σχεδόν χόρευαν και τραγουδούσαν. Ξένα κι ελληνικά τραγούδια, 80’s και 90’s, κι η διάθεση όλων στα ύψη. Ήταν μια μοναδική βραδιά.

Ο Αλέξης κι ο Ορέστης είχαν φτάσει αισίως στο 6ο ποτό. Ο Αλέξης έμοιαζε να μην έχει επαφή με κανέναν, στριφογύριζε το τσιγάρο στα χέρια και κοιτώντας τις δυο γουλιές ουίσκι που είχαν απομείνει στον πάτο του ποτηριού του ετοιμαζόταν να παραγγείλει ένα ακόμη ποτό.

 Η Αλίκη είχε αρχίσει να αγχώνεται. Δεν ήθελε να αφήσει τον μικρό να παραγγείλει κι άλλο. Κι ο Ορέστης; Μα τι είχε πάθει απόψε ο Ορέστης; Είχε πιει ηδη κι εκεινος πολύ και δεν έλεγε κουβέντα στον μικρό,για να σταματήσει να πίνει.

Το συγκρότημα τα έδινε όλα πάνω στη σκηνή και ο κόσμος διασκέδαζε με όλη του την ψυχή. Ήταν όλα τόσο χαλαρά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Περνούσαν πραγματικά όμορφα.

Ξαφνικά, ο Ορέστης σηκώθηκε από το κάθισμα και πλησίασε την Αλίκη αργά και κάπως διστακτικά.
Κόλλησε  σχεδόν το σώμα του πάνω της, ακούμπησε τα χείλια του πάνω στο αυτί της και της ψυθίρισε. -Πως του ήρθε τώρα αυτό;- “Ρώτησε με ό,τι θες. Θα σου απαντήσω σε όλα. Ρώτησε με ό,τι θες”.

Τραβήχτηκε αργά και την κοίταξε στα μάτια.
Τον κοίταξε κι εκείνη με μάτια άδεια. 
Δεν έβλεπε τίποτε πια μπροστά της. 
Τα μάτια της είχαν θολώσει. 
Δεν τον έβλεπε. Ήθελε μόνο να ουρλιάξει:
 “Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί τώρα;”.

 Δεν κατάφερε όμως να πει αυτό που ήθελε. 
Αυτό που ήθελε τόσο πολύ να του τρίψει στα μούτρα!
 “Δεν θέλω να σε ρωτήσω τίποτα”, του ψιθύρισε.
“Αλίκη αλήθεια, ρώτα με ότι θες θα σου πω ό,τι κι αν ρωτήσεις”. 

Εκείνη είχε πιάσει με τα δυο της χέρια την άκρη από το μανίκι του πουλόβερ του, που είχε παρατημένο πάνω στο σκαμπό και έπαιζε νευρικά με αυτό. 
“Δεν έχω να πω τίποτα. Τίποτα. Σταμάτησε το αυτό. Σταμάτησε το αμέσως.
Ξέρεις  κάτι; Όλα αυτά ήταν μόνο στο μυαλό μας. Δεν έγινε τίποτα. Τίποτα σημαντικό. Μόνο στο μυαλό μας. Όλα ήταν στο μυαλό μας”. 

Την είπε τόσο δυνατά αυτή την τελευταία φράση που αν δεν έπαιζε η μουσική θα τους άκουγε ολόκληρο το μαγαζί.

“Όχι δεν ήταν μόνο στο μυαλό μας”, είπε χαμηλόφωνα ο Ορέστης, κι έπειτα σιώπησε. 
Έκανε πάλι ένα βήμα έφτασε κοντά της και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του.

 Εκείνη  προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυα της. 
Ήθελε να την αφήσει ήσυχη και να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του.
 Ψέματα κι αλλά ψέματα. 
Δεν ήθελε να την ξαναφήσει ποτέ από την αγκαλιά του. Ζούσε μέσα στην αγκαλια του,μονο εκεί ήθελε να υπαρχει.

Πως είναι δυνατόν να της δημιουργεί πάντα ταυτόχρονα ακραία αντίθετα συναισθήματα; 
Να θέλει τον χτυπήσει και να τον φιλήσει, ταυτόχρονα;
Σα να κατάλαβε τη σκέψη της και την άφησε. 

Πλησίασε όμως για να της ψιθυρίσει ξανά στο αυτί. “Δεν ζηλεύεις καθόλου;”. 

Ε, αυτό ήταν. 
Η Αλίκη ήθελε να τον χτυπήσει. Να τον κάνει να πονέσει πραγματικά. Να πονέσει τόσο όσο πονούσε κι εκείνη. Μα πως τόλμησε να τη ρωτήσει κάτι τέτοιο; Πως μπορούσε να τη ρωτάει κάτι τέτοιο; Κράτησε όσο μπορούσε την ψυχραιμία της, για να μην ουρλιάξει.

 “Σου έχω δωσει ποτέ τέτοια εντύπωση;”. 

Δεν απάντησε ο Ορέστης. Τραβήχτηκε λίγο και είπε: 

“Εγώ πάντως θα ζηλέψω αν σε δω με κάποιον άλλο”. 

Αυτό είπε. Και μετά σιωπή. Η 
Αλίκη είχε μείνει αποσβολωμένη.
Μα τι είπε; 
Τι είχε πει μόλις;

Ολόκληρο το μαγαζί είχε σηκωθεί και χόρευε στους ρυθμούς ενός παλιού ποπ τραγουδιού.
 “Δικός σου για πάντα”.

Χαμογέλασε ειρωνικά η Αλίκη. «Ποτέ δικός μου. Ούτε για μια μέρα, ούτε για μια στιγμή…»
Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και κοίταξε προς τα πάνω για να μπορέσει να συγκρατήσει το δάκρυα της. Γύρισε  προς τη μεριά του μπάρμαν. Χρειαζόταν  κι αυτή ακόμα ένα ποτό.
Θα ήταν ένα ακόμα από αυτά τα βράδια.Τα δύσκολα.


Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...