Tuesday, May 9, 2023

Περίπλοκα απλά




 Η μέρα ήταν μουντή.

Ο Ορέστης καθόταν στο ακριανο τραπέζι του μικρού καφε και κοιτούσε έξω από το μεγάλο παράθυρο την θέα της Αθήνας. Πυκνή συννεφιά είχε καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού και η βροχή είχε αρχίσει δειλά δειλά την εμφάνιση της. Οι πρώτες στάλες έπεφταν ήδη πάνω στο τζάμι και σε λίγες στιγμές όλα φαίνονται πια θολά.


Γυρισε το βλέμμα του ξανά στο laptop που είχε ανοίξει μπροστά του, πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Περίμενε ανυπόμονα και κοιτούσε συνεχώς την πόρτα. Είχε ερθει να δουλέψει από το καφε για να την περιμένει.

Το χτεσινό μήνυμα που είχε στείλει στην Αλίκη ήταν σχεδόν απελπισμένο. 


«Έχω ανάγκη να σε δω.Έλα αύριο το πρωί στο μικρό καφε.Σε παρακαλώ», αυτό της έγραφε.


«Εντάξει», ήταν η απάντηση της.Μονολεκτική.


Η ώρα περνούσε όμως, και εκείνη δεν ερχόταν. 


Λες να μην ερθει; Όχι δεν μπορεί δεν θα του το έκανε αυτό. Οι σκέψεις τρέλεναν τον Ορεστη.

Ώσπου η πόρτα του μικρού καφέ άνοιξε, χτύπησε το μικρό κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο στο πίσω μέρος της, κι ο Ορέστης τινάχτηκε σα να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.


Ήταν εκείνη. 

Μπήκε μέσα κρατώντας τη μικρή της ομπρέλα κάπως λαχανιασμένη, και αμέσως έψαξε με το βλέμμα την να βρει εκεινον. Τον εντόπισε αμέσως και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

Ο Ορεστης ξεφύσησε με ένα αίσθημα ανακούφισης και της χαμογέλασε πλατιά.

Προχώρησε προς το μέρος του η Αλίκη, άφησε την τσάντα της πάνω στην καρέκλα και έβγαλε το βρεγμένο πανοφορι της.


«Καλημέρα», του είπε και κάθισε κάπως άτσαλα πάνω στην καρέκλα.

«Καλημέρα», την κοίταξε με μια απορία στο βλέμμα ο Ορεστης.

«Δεν έχει ούτε φιλί ούτε αγκαλιά σήμερα;», της είπε με παράπονο εκείνος.

«Ας μη δίνουμε δικαιώματα καλύτερα», του απάντησε αυστηρά η Αλίκη.

«Λοιπόν ποια είναι αυτή η μεγάλη ανάγκη και έπρεπε να συναντηθούμε;», τον ρώτησε.


Την κοίταξε λυπημένος. Έσκυψε το κεφάλι.

«Μου λείπεις… δεν άντεχα… ήθελα τόσο πολύ να σε δω…», σχεδόν ψιθυριστά έβγαιναν τα λόγια από το στομα του.


«Μου λείπεις τα τελευταια 30 χρόνια. Κάθε μέρα… έμαθα να ζω με αυτό πια… δεν με εντυπωσιάζεις Όρεστη με αυτά που μου λες», του είπε και τον κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα. 


Έπιασε το χέρι της και το κράτησε σφιχτά μέσα στο δικό του.

«Αγαπιόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει…», της είπε και προσπάθησε να την τραβηξει κοντά του.

«Δεν θα έπρεπε να αγαπιόμαστε καθόλου… τουλάχιστον με τον τρόπο αυτό… και σταματά επιτέλους να με τραβάς …μας βλέπουν….», ανέβασε την ένταση της φωνής της η Αλίκη.


«Δεν με νοιάζει ας μας δουν…», ψυθίρισε εκείνος.

«Μάλιστα… δεν σε νοιάζει. Κι αν μπει τώρα η Ελπίδα και μας δει να μου κρατάς τρυφερά το χέρι δεν θα τη νοιάξει; Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει αλήθεια…δεν σκέφτεσαι πια…», μίλησε κάπως ειρωνικά εκείνη και έδεσε τα χέρια  τη μπροστά στο στέρνο της, όπως έκανε μικρή όταν ήταν θυμωμένη .


«Σ’αγαπαω… δεν θα απολογηθώ γι’αυτο…»,της απάντησε κι έσφιξε νευρικά τις γροθιές του.


«Πρέπει να πάμε παρακάτω…».


«Εσυ έχεις πάει παρακάτω;», τη ρώτησε.


Σιώπησε η Αλίκη και το κοίταξε μέσα στα μάτια. Ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον σφίξει πάνω της, να τον φιλήσει μα συγκρατήθηκε.


«Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα», συνέχισε ο Ορεστης.


«Ούτε εγώ μπορώ», ψυθίρισε η Αλίκη πλησιάζοντας τον. «Μα πως θα χτίσουμε την ευτυχία μας πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου;», συνέχισε.


«Και θα δυστυχήσουμε εμείς, για να μην πληγώσουμε τους άλλους;», επέμεινε ο Ορεστης.


«Αυτό πρέπει Ορεστη μου».


«Ποιος το λέει αυτό»;


«Η λογική το λέει αυτό. Είμαστε 50 χρόνων δεν είμαστε παιδάκια…»,συνεχισε η Αλίκη.


«Μπορείς να το αντέξεις;», τη ρώτησε περνώντας τα χέρια του πίσω από το λαιμο της και χαϊδεύοντας την απαλά.


«Όχι…»απάντησε εκείνη,τρέμοντας σχεδόν.


Τα χέρια του είχαν κλειδώσει πίσω από το λαιμο της, την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε απαλά.

«Στ’αληθεια δε σε νοιάζει αν μας δουν λοιπόν…», του ψυθίρισε στο αυτί η Αλίκη. 


Χαμογέλασε εκείνος. Έπιασε μια τούφα από τα μαλλιά της,που είχε πέσει μπροστά στο πρόσωπο της και την έσπρωξε πίσω από το αυτί της.

«Με νοιάζει…αλλα σε αγαπάω…και με τραβάς σα μαγνήτης, κι αυτό δεν μπορώ να το ελέγξω παντα…».

«Η πραγματικότητα είναι εκεί έξω και μας περιμένει Ορεστη μου…», πήγε να συνεχίσει η Αλίκη.

«Ναι αλλα τώρα εισαι εδώ, μέσα στην αγκαλιά μου και αυτό έχει μόνο σημασία…», τη έσφιξε ξανά πάνω του κι εκείνη χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του. 


Πως να κρυφτεί το αίμα που τινάζεται; 

η λαχτάρα;

Να  μιλάς...

στις μικρές παύσεις

στις ενδιάμεσες άπνοιες

...και στη λαχτάρα.

στα ξεχασμένα τραγούδια...

στο κρυφό κοίταγμα...

Αγκαλιά  που  κρύβεις βαθιά

παλάμες και χάδια ...


Αρκεί...

εσύ κι εγώ. 

Κι ας είναι πάντα ολα περίπλοκα απλά.

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...