Tuesday, June 7, 2022

Μείνε

 



Ο Αλέξης βρισκόταν ήδη στην εξώπορτα και χτυπούσε το κουδούνι. Η Αλίκη κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα. 

«Είσαι έτοιμη Αλικάκι μου;», της χαμογέλασε ο Αλέξης!

«Έτοιμη είμαι. Αλλά γιατί τα γλυκόλογα; Γιατί με καλοπιάνεις; Τι έχεις ετοιμάσει πάλι; Ε;»ρώτησε η Αλίκη. 

«Ε, ξέρεις, εεε… μη θυμώσεις…». 

«Γιατί να θυμώσω;». 

«Θα έρθει μαζί μας κι ο Ορέστης...Πριν αρχίσεις να φωνάζεις να σου πω ότι δεν φταίω εγώ. Δεν μπορούσα να του πω όχι».

Κατσούφιασε η Αλίκη. Όχι πως δεν ήθελε να τον δει, πάντα ήθελε, αλλά αυτό το βράδυ ήθελε να χαλαρώσει λιγάκι, να ξεχαστεί και να ηρεμήσει η σκέψη της.
 «Καλά, ας είναι. Βράδυ είναι θα περάσει», είπε και χαμογέλασε στον Αλέξη που είχε κατεβάσει το κεφάλι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, τον έπιασε από το μπράτσο και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο.
Λίγη ώρα μετά είχαν φτάσει στο μπαράκι, το συνηθισμένο τους στέκι. Κόσμος πολύς, και η ζέστη ασφυκτική. Η αυγουστιάτικη πανσέληνος όμως αποζημίωνε και με το παραπάνω. 
Η Αλίκη κι ο Αλέξης πιασμένοι αγκαζέ και με μια φλύαρη διάθεση ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του μαγαζιού, χαιρέτησαν τον πορτιέρη και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό. Ο Ορέστης καθόταν ήδη σε ένα τραπεζάκι που είχε θέα ολόκληρη την Αθήνα. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος. 
Η Αλίκη για μια στιγμή κοντοστάθηκε και μουρμούρισε στο αυτί του Αλέξη: «Δεν μου είπες ότι θα ‘ρθει μόνο ο Ορέστης;».
Ο Αλέξης κάνοντας πως δεν ακούει χαιρέτησε τον αδερφό του και τον Βασίλη και κάθισε στο καναπεδάκι. Η Αλίκη για λίγο κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της να φύγει, αλλά τελικά καλησπέρισε τους δυο φίλους και κάθισε κι εκείνη δίπλα στον Αλέξη.
Η βραδιά κυλούσε χαλαρά, το αλκοόλ τους είχε χαλαρώσει όλους. Η Αλίκη περνούσε όμορφα τελικά, τόσο όμορφα που σχεδόν είχε ξεχάσει τη σύντομη περιπέτεια της με το Βασίλη πριν 2 χρόνια. Ο Βασίλης ήταν γιατρός, πολύ έξυπνος, κοινωνικός και με χιούμορ, και βέβαια ο καλύτερος φίλος του Ορέστη. Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ λοιπόν που είχαν βγει οι δυο τους με την Αλίκη, ξεκίνησε μια μικρή περιπέτεια από ένα φιλί δίπλα στη θάλασσα. Μια βδομάδα κράτησε αυτό το μπέρδεμα και η Αλίκη το σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί ξεκίνησε, απλά έπρεπε να το σταματήσει.
 Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα το σχολίαζε όλο αυτό ο Ορέστης.
 Λες να ζήλευε; 
Έστω λίγο; 
Γέλασε και μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ο Ορέστης δεν ζήλευε. Ποτέ και για τίποτα. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα.
Η βραδιά συνεχιζόταν ευχάριστα, τα ποτήρια συνεχώς γέμιζαν και τα κερασμένα σφηνάκια πήγαιναν και ερχόντουσαν στο τραπέζι. Η παρέα μιλούσε και γελούσε χωρίς σταματημό. 
Και εκεί πάνω σε όλο αυτό το χαρούμενο κλίμα, η Αλίκη πάγωσε. Ένιωσε τα άκρα της να μουδιάζουν και το μυαλό της να σταματά. 
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως μπόρεσε να πει κάτι τέτοιο ο Ορέστης. 
Δεν μπορεί να θυμηθεί καν πως ήταν η ακριβής πρόταση του. Πάντως το νόημα της πρότασης του ήταν ξεκάθαρο. Εκείνη και ο Βασίλης έκαναν κάτι.
 Όχι δεν την πείραξε μόνο απλά που το ανέφερε. Το ανέφερε όμως σαν κάτι χυδαίο. Και για πιο λόγο έπρεπε να το αναφέρει;
Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν μίλησε. Ο Αλέξης σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι. Ο Βασίλης δεν μίλησε, δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο, δεν απεύθυνε στον Ορέστη ούτε καν την απλή ερώτηση, γιατί τον ενδιέφερε τόσο τι έκαναν εκείνος και η Αλίκη.
Κι η Αλίκη που το βλέμμα της είχε καρφωθεί στα μάτια του Ορέστη δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα. Το πρόσωπο της που πριν λίγα λεπτά ήταν χαμογελαστό λες και είχε πετρώσει. 
Και στο μυαλό της ούτε μια σκέψη.
Ο Ορέστης όμως μάλλον κατάλαβε. Μάλλον το μετάνιωσε αυτό που ξεστόμισε… 
Δεν ήθελε να τη στεναχωρεί την Αλίκη, αλλά να…ίσως τελικά να τον είχε ενοχλήσει αυτό το σύντομο ειδύλλιο με το Βασίλη. Στην τελική ήταν ο καλύτερος του φίλος. 
Ζήλεψε που ήταν έστω και για λίγο μαζί με την Αλίκη. Ζήλεψε που την είχε φιλήσει… που την κράτησε στην αγκαλιά του ο Βασίλης.
Ζήλεψε χωρίς να έχει κανένα απολύτως δικαίωμα να νιώσει έτσι…
Το πρόσωπο του έγινε σκυθρωπό. 
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κάθισε στο καναπεδάκι δίπλα στην Αλίκη. 
Άπλωσε τα χέρια, την αγκάλιασε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω του. 
Τα χείλη του ακούμπησαν κοντά στο μέτωπο της και το συγνώμη μπερδεύτηκε μέσα στα μαλλιά της Αλίκης. 
Μπορούσε τόσο εύκολα να την διαλύσει με μια μόνο κουβέντα.
 Κι όμως τόσο απλά να ενώσει τα σπασμένα της κομμάτια, μόνο με μια αγκαλιά…
Πονούσε όμως η Αλίκη. Την είχε πια ραγίσει κι όσο κι αν κολλούσαν τα κομμάτια της, ο πόνος ήταν βαθύς. 
Πήγε να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του. Τον έσπρωξε απαλά για να σηκωθεί.
Μα εκείνος την τράβηξε πίσω. Έσφιξε με τα χέρια του τα δικά της και την κοίταξε στα μάτια.
«Μείνε». 
«Σε παρακαλώ μείνε…», της ψιθύρισε ικετευτικά ακουμπώντας τα χείλη του στο μάγουλο της.




Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...