Μα τι συνέβαινε;
Τι ακριβως έκανε κλεισμένη στην τουαλέτα του καφε;Τι σκεφτόταν η Αλίκη;
Όχι δεν έπρεπε να τον σκέφτεται.Δεν έπρεπε να τον περιμένει.
Ήταν σίγουρη ομως πως αφου σηκώθηκε εκείνη από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα, θα την ακολουθούσε κι εκεινος.
Στεκόταν όρθια πίσω από την πόρτα, είχε κλείσει τα μάτια και μετρούσε … οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα…
Σταμάτησε να μέτρα. Άκουσε βήματα. Η αναπνοή της σταμάτησε.Έσβησε το φως
της τουαλέτας και περίμενε…
Μόλις τα βήματα ακούστηκαν έξω από την πόρτα άνοιξε αργά και το χέρι της άρπαξε απότομα τον Ορεστη από το μπράτσο και τον τράβηξε μέσα, κλείνοντας ξανά την πόρτα.
Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούγονταν τίποτα.ούτε οι ανάσες τους…
-«Αλίκη… τι συμβαίνει;» Ψυθίρισε ο Ορέστης.
Μα εκείνη δεν απάντησε. Τον έπιασε από τους ώμους και τον κολλησε με την πλάτη στην πόρτα.
-«Τι κανείς; Έχεις τρελαθεί;» συνέχισε να ψυθιριζει ο Ορεστης.
Μα η Αλίκη δεν σταματούσε. Τον κρατούσε με τα δυο της χέρια από το πρόσωπο και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει…
Ήθελε τόσο να τον φιλήσει…
Ένα φιλί κι άλλο ένα, κι άλλο ένα…
Δεν σταματούσε…
Την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Ορεστης…
«Αγάπη μου… γιατί μου το κανείς αυτό; Είναι έξω η Ελπίδα… αν καταλάβει κάτι…», ψυθίρισε ξανά ο Ορέστης.
- «Δεν με νοιάζει κι ο θεός ο ίδιος να ναι έξω…. Κατάλαβες; Δεν με νοιάζει τίποτα πια», φώναξε εκείνη.
- «Αλίκη μου, σε παρακαλώ… δεν είμαστε παιδιά πια…», την εκλιπαρούσε σχεδόν ο Ορεστης.
- «Αυτό λέω κι εγώ Ορεστη…δεν είμαστε παιδια πια όπως τότε… πενηνταρησαμε… Κουράστηκα…»,τον έσπρωξε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Έφτασε στο τραπέζι και έκατσε ξανά στη θέση της, δίπλα στον Αλέξη και το Μιχάλη και ακριβως απέναντι από την Ελπίδα. Με τα από λίγο ήρθε κι ο Ορεστης.
Συνέχισαν τον καφε τους σα να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό.
Εκτός ισως από τον Αλέξη, που ήξερε τι συνέβαινε παλιά μεταξύ των δυο, αλλα δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό που συνέβαινε τότε, σχεδόν 30 χρόνια πριν, είχε ξεκινήσει και πάλι από την αρχή.
Έπρεπε να συνέλθουν και οι δυο… Το ήξερε η Αλίκη μέσα της πως έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό που υπήρχε μεταξύ τους… Δεν ήταν παιδιά πια…
Γύρισε σπίτι μετά από ώρα εξαντλημένη πια.
Εξαντλημένη συναισθηματικά και ψυχικά.
Έκατσε στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του υπνοδωματίου, με τα πόδια δεμένα οκλαδόν και το φορητό υπολογιστή ακουμπισμένο πάνω τους, κοιτούσε χωρίς βλέμμα την οθόνη. Κοιτούσε την οθόνη μα το βλέμμα της την διαπερνούσε.
Το μυαλό της ταξίδευε, χωρίς έλεγχο, χωρίς ειρμό.
Τι ήταν πια αληθινό και τι φανταστικό; Μήπως όλα ήταν ένα σήριαλ με συνέχειες στο μυαλό της;
Ήθελε να γράψει τα πάντα.
Κάθε μικρή, πιθανή και απίθανη λεπτομέρεια.
Να μην ξεχάσει τίποτε. Μα μην ξεχάσει ποτέ.
Να μπορούσε να βρει λέξεις να αποτυπώσει ακόμα και τη μυρωδιά του.
Ακόμα και τον μικρό γδάρσιμο από τα γένια του στο πρόσωπο της.
Την μικρή αμυχή που είχαν τα χείλη του.
Τον τρόπο που τα δάχτυλα του μπλέχτηκαν με τα δικά της και βρήκαν τη θέση τους σαν να ήταν εκεί από πάντα. Αγκαλιάστηκαν τα δάχτυλα και κλείδωσαν εκεί.
Και μετά η αγκαλιά του. Πάντα σταματούσε ο χρόνος στην αγκαλιά του.
Και μετά την φίλησε. Όχι, εκείνη τον φίλησε. Όχι, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όχι, όχι. Δεν θυμάται.
Τι σημασία έχει όμως; Θυμάται σίγουρα πως το δεξί της χέρι ακουμπούσε στο μάγουλο του, και τα πρόσωπα τους πλησίαζε διστακτικά το ένα το άλλο ώσπου έγιναν ένα. Δεν ξεχώριζες πια που ξεκινούσε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος. Δυο πρόσωπα σε ένα...
Φαύλος κύκλος, όλα ξανά από την αρχή όπως τότε… ποτέ θα τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο;
Είναι αλήθεια ή όνειρο;
Σταυρώνει τα χέρια νωχελικά κι ορκίζεται πως δεν υπήρξε. Μα η μνήμη όμως δελεάζεται απ' όλα εκείνα που δεν ζήσανε μαζί. Κολλάει μέλι στο γρανάζι της λήθης. Διαρκής ολίσθηση από τις μεγαλοστομίες. Κι έτσι πάνω στον όρκο της γυναίκας που ξέχασε, το παιδάκι που του έκλεψαν το μπαλόνι νικάει θριαμβευτικά.
Έρωτας που κάνει κρότο και πιάνει χώρο κι ας χτυπάει μέσα της η περηφάνια του ανθρώπου που κλειδώνει ό,τι πραγματικά τον πονά…
Δε φταίει εκείνη, δεν φταίει εκείνος, κανείς δεν φταίει…
No comments:
Post a Comment