Καθόντουσαν αντικρυστα ο ένας με τον άλλο.
Ο Ορέστης δεν την κοιτούσε. Καθόταν οκλαδόν πάνω στο χαλί και είχε το χέρια του δεμένα μπροστά του σφιχτά σαν ζώνη ασφαλείας, για να μην την αγγίξει.
Η Αλίκη καθισμένη κι εκείνη στο πάτωμα είχε αγκαλιάσει τα λυγισμένα της γόνατα και έμοιαζε σα να προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω τους.
-«Γιατί ήρθες λοιπόν»; έσπασε με την ερώτηση της την αμήχανη σιωπή που είχε δημιουργηθεί.
Ο Ορέστης χωρίς να την κοιτάξει απάντησε με απόλυτη φυσικότητα: «Νόμιζα πως θα ήθελες να με δεις…».
«Πάντα θέλω να σε δω», του απάντησε η Αλίκη, «μα εσύ ποτέ δεν έρχεσαι μόνος σου σπίτι μου, πάντα φέρνεις μαζί σου και τον Αλέξη ή κάποιον άλλο…».
«Γιατί φοβάσαι που έρχομαι μόνος; Τι σε πειράζει; Αφού δεν σε νοιάζει όποιος κι αν έρθει…καλείς τόσο κόσμο σπίτι σου, όποιον να ναι…», της είπε νευριασμένος. Για μια στιγμή νόμισε πως δεν τον ήθελε εκεί η Αλίκη.
«Μα εσύ δεν είσαι οποίος κι όποιος…εσύ είσαι ο Έρωτας μου…», του είπε με τόση τρυφερότητα εκείνη.
Και πλησίασε λίγο προς το μέρος του.
«Σε έβλεπα με όλες εκείνες τις κοπέλες που έβγαινες τόσο καιρό και έτρωγα τις σάρκες μου… Και μετά ήρθε εκείνο το βράδυ στο μπαράκι που είχαμε πιει τόσο πολύ,…Χριστέ μου, δεν έχω πιει περισσότερο αλκοόλ ποτέ στη ζωή μου…
Και μετά μου έλεγες πως μ’αγαπάς, πως είσαι ερωτευμένος μαζί μου… Και αλήθεια στο λέω, ακόμα κι αν ήξερα πως ήταν από το τόσο ποτό που είχες πιει, μου άρεσε τόσο να σε ακούω να το λες…»
-«Ήμουν, είμαι και θα είμαι ερωτευμένος».
-«Ορέστη τι λες»;
-«Σε λατρεύω, σε θέλω, σε χρειάζομαι. Ζω μόνο για σένα….Τόσο καιρό με κρατούσε μακριά η λογική μου…».
«Ορέστη τι λέμε»;
«Ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα… Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν γεμάτες μπερδεμένα συναισθήματα…
Συναισθήματα όπως η αδυναμία μου να πάψω να σε σκέφτομαι. Εσένα κι εκείνο το φιλί…
Σε βλέπω στα όνειρα μου.
Και προτιμώ να κοιμάμαι γιατί ίσως σε βρω εκεί…
Ένα συναίσθημα που είναι σα μαρτύριο.
Ένα συναίσθημα όμως που δεν θέλω ούτε πρόκειται ν’ αφήσω…»
«Μη λες πράγματα που δεν τα εννοείς…»,έτρεμε η φωνή της Αλίκης.
-«Είναι όλα όσα ήθελα να σου πω εδώ και εβδομάδες…»
«Εεε, εγώ δεν…», τραύλιζε η Αλίκη από τη σαστιμάρα της. Δεν πίστευε αυτό που ζούσε.
«Σε έβλεπα τότε με τον Δημήτρη…να τον αγκαλιάζεις… και μου ερχόταν να… να τρελαθώ…. Να χάσω το μυαλό μου…»
«Σε έβλεπα με όλες εκείνες και μου ερχόταν να σε πνίξω μου ερχόταν…Τι θα κάνουμε;», τον κοίταξε στα μάτια η Αλίκη την ώρα που την είχε κρύψει ήδη μέσα στην αγκαλιά του.
«Θα το ζήσουμε…Απόψε υπάρχουμε μόνο εμείς…δεν υπάρχει κανείς άλλος… μόνο εσύ κι εγώ…Αυτή η νύχτα μας ανήκει και θα τη ζήσουμε …»
No comments:
Post a Comment