Wednesday, October 12, 2022

Και τώρα, τι;

 


Ήταν πρωί Δευτέρας κι  η Αλίκη  ήταν ξαπλωμένη στον γκρι καναπέ του σαλονιού. Τσαγκαροδευτερα και δεν είχε δύναμη να πάει στο γραφείο. 

Είχε πάρει τηλέφωνο νωρίτερα και ενημέρωσε πως ήταν αδιάθετη και θα εργαζόταν από το σπίτι. 

Από εκείνη την ώρα όμως ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, είχε ανοίξει την τηλεόραση και έκανε ζάπινγκ παρακολουθώντας εναλλάξ όλα τα πρωινάδικα.

Αυτή η ανούσια συνήθεια, αυτό το χαζολόγημα στο χαζοκούτι την χαλάρωνε και την έκανε να μη σκέφτεται τίποτα. 

Χαμήλωσε τον ήχο, και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να κοιμηθεί για λίγο.

Την απολάμβανε την ησυχία του σπιτιού, την απολάμβανε την μοναξιά της.

Από πέρυσι που ο Άρης είχε φύγει για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, προσπαθούσε να βρει τους ρυθμούς της,και να μάθει ξανά να ζει μόνη της. 

Δεν ήταν εύκολο, αλλά χρειαζόταν να ρίξει τους ρυθμούς της και να φροντίσει λίγο περισσότερο τον εαυτό της. 

Είχε περάσει η ώρα, είχε φτάσει πια μεσημέρι.

Ο ήχος του κινητού της ακούστηκε από την άλλη μεριά του καθιστικού.

Άνοιξε τα μάτια  νωχελικά η Αλίκη και κοίταξε το μεγαλο ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Είχε φτάσει σχεδόν 2 η ώρα.

Πετάχτηκε έντρομη. Θα την ψάχνουν από το γραφείο, είχε παρακοιμηθει.


Έπιασε στα χέρια της το κινητο, έβαλε τα γυαλιά της -πατημένα τα 50 πια και η πρέσβιωπια δεν αστειεύεται -  και άνοιξε την εφαρμογή να δει ποιος της έχει στείλει μήνυμα.

Και τότε  το είδε. 

Ήταν ο Ορεστης.


-«Μου λείπεις…»,αυτό έγραφε μόνο.

Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένη το μήνυμα.

Έκλεισε το κινητό, το αγκάλιασε και ξάπλωσε στον καναπέ. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει…

Το κινητό χτύπησε ξανά…

Ήταν πάλι εκείνος…


-«Θέλω τόσο πολύ να σε δω…».

Έπιασε το κινητό στα χέρια της, κι άρχισε να πληκτρολογει . Κάτι έγραφε και μετά από λίγο πάλι το έσβηνε. Μπρος πίσω και ξανά από την αρχή. Έγραφε, έσβηνε για αρκετή ώρα. Ώσπου κατάφερε επιτέλους να απαντήσει. 


«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που όσο απελπισμένα και να τους θέλεις στην ζωή σου,δεν ανήκουν ποτέ εκεί. Κι εμένα μου λείπεις… Τόσο πολύ που κάποιες φορές αυτή η έλλειψη κάνει το σώμα μου να πονάει…»

Έστειλε το μήνυμα και έκλεισε το κινητό. 


Κατάφερε να σηκωθεί και σύρει το σώμα της μέχρι την κουζίνα. Πήρε  από το ντουλάπι ένα ποτήρι, το γέμισε με νερό και άνοιξε και το συρτάρι με τα χάπια και πήρε ένα ηρεμιστικό. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί όλο αυτό. Ένιωθε τόση ένταση και ταχυκαρδία, που νόμιζε θα σπάσει η καρδιά της σε χιλιάδες κομματάκια. Ξάπλωσε ξανά στον καναπέ, πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια.Έπρεπε να κοιμηθεί και να επανέλθει σε μια κατάσταση ηρεμίας. 

Είχε κι εκείνο το πρότζεκτ που έτρεχε στο γραφείο κι έπρεπε να κάνει την παρουσίαση μέχρι την επόμενη Δευτέρα. Αν συνέχιζε έτσι δεν θα προλάβαινε.

Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.

Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε περάσει, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. 

Μέσα στον ύπνο της δεν καταλάβαινε  τι συνέβαινε και πόση ώρα χτυπούσε το κουδούνι.

Σηκώθηκε ταραγμένη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. 

Δεν περίμενε κανέναν, «ποιος να είναι», αναρωτήθηκε.

Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε.

Ο Ορεστης στεκόταν μπροστά της και την κοιτούσε. 

«Γιατί έκλεισες το τηλέφωνο;», της είπε.

«Μόνο εσύ νομίζεις πως πονάς; Μόνο εσύ δεν αντέχεις; Μονάχα η δικιά σου καρδιά ραγίζει;», σχεδόν ούρλιαξε στην τελευταία πρόταση. 

Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. 

Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να κλαίει η Αλίκη. 

 35 χρόνια, πότε ξανά δεν είχε δει δάκρυ να κυλάει στα μάγουλα του. 

Είχε απομείνει αποσβολωμένη να τον κοιτάει.

Προχώρησε προς το μέρος της διστακτικά, και την έπιασε από τους ώμους. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε να την σπρώχνει απαλά προς τα πίσω μέχρι που ακούμπησε η πλάτη της στο τοίχο.

Κοιτάζονταν μέσα στα μάτια, με τα δάκρυα και των δυο να θολώνουν το βλέμμα τους.

Και τότε εκείνος αγκάλιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπο της, έσκυψε πάνω της και τη φίλησε με όση δύναμη του είχε απομείνει.

Τον έσπρωξε πίσω η Αλίκη. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. 

Και τον τράβηξε ξανά πάνω της, έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το φιλί της απελπισμένο. Απελπισμένο σαν να ήταν το τελευταίο.

Έτρεμε μέσα στην αγκαλιά του. 

«Και τώρα τι;», του ψιθύρισε. Δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της για να συναντήσει το δικό του.

«Και τώρα τι;», ψυθίρισε ξανά.

Δεν μίλησε ο Ορεστης.Μόνο την έσφιξε δυνατά μέσα στην αγκαλιά του.

No comments:

Post a Comment

Ένα γράμμα να μου στείλεις…

  Ο Ορέστης καθόταν στο γραφείο του, προσπαθώντας να δουλέψει.  Απέναντι του, σε μια κορνίζα, μια φωτογραφία παιδική — με τον ίδιο, τον Αλέξ...