Thursday, August 10, 2023

Τον αγαπούσε το βλάκα

 



«Κι αν μπορούσες να διαλέξεις μια μόνο στιγμή μας… ποιά θα διάλεγες; 

Αν κάποιος σου έλεγε πως θα ξεχνούσες τα παντα που έχουμε ζήσει μαζί, αλλα θα μπορούσες να κρατήσεις μια μόνο στιγμή μας να θυμασαι για παντα; 

Ποιά θα διάλεγες;».


Κοιτούσε το ταβάνι ο Ορεστης λες και αυτό θα του έδινε την απάντηση. 

Είχε χαθεί το βλέμμα του στο άπειρο λες και έβλεπε σαν ταινία μπροστά του όλες τους τις στιγμές


Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και μετά γύρισε και κοίταξε την Αλίκη. 


«Δεν μπορώ να διαλέξω…είναι πολύ δύσκολο για μένα… τις αγαπώ όλες τις στιγμές μας… όχι δεν μπορώ να διαλέξω…», της απάντησε.


Του χαμογέλασε η Αλίκη και πήγε να σηκωθεί από την αγκαλιά του.


Μα εκείνος την τράβηξε ξανά πίσω και την αγκάλιασε πιο σφιχτά.


«Που πας πονηρή; Νομίζεις πως θα γλιτώσεις;

 Εσύ δεν θα απαντήσεις στην ερώτηση;», της είπε ο Ορέστης.


Τον κοίταξε όλο νόημα εκείνη και του είπε: «Θες πραγματικά να μάθεις;» 


Έγνεψε καταφατικά εκείνος. 


«Λοιπόν, θα σου πω… ήταν ένα βράδυ παρά πολλά χρόνια πριν, όταν έμενες στο πατρικό σου ακόμα με τον Αλέξη και τον πατέρα σου. 

Έλειπαν κι οι δυο εκείνο το βράδυ.


Μου είχες στείλει ένα μήνυμα.

 «Έχω ανάγκη μια αγκαλιά» ή κάτι τέτοιο δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχες γράψει.


Ήσουν και τότε με την Ελπίδα. 


Δεν έπρεπε να έχω έρθει. 


Αλλά την είχα κι εγώ τόση ανάγκη αυτή την αγκαλιά και ήρθα.


Άνοιξες την πόρτα και ήταν ολα σκοτεινά, μόνο το φως της τηλεόρασης που ήταν ανοιχτή στο υπνοδωμάτιο φωτιζε κάπως.


Έπιασες το χέρι μου και με τράβηξες μέσα.


Με έσπρωξες ελαφριά από τον ώμο για να προχωρήσω μπροστά προς το υπνοδωμάτιο.


Στο αριστερό μας χέρι όπως προχωρούσαμε ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης.

 Έβαλες τα χέρια χαμηλά στη μέση μου κι με σταμάτησες.

Με τράβηξες απαλά πάνω σου ώσπου το στέρνο σου να ακουμπήσει στην πλάτη μου.

Πέρασες και τα δυο σου χέρια μπροστά από την κοιλιά μου και με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά επάνω σου.

Ακουμπήσες το μάγουλο σου δίπλα στο δικό μου και στρέψαμε το βλέμμα και οι δυο αριστερά στον καθρέφτη. 

Κοιτούσαμε τα είδωλα μας να αγκαλιάζονται και μείναμε εκεί για λίγο ετσι αγκαλιασμένοι.

Είμασταν τέλειοι.

 Ήταν η πιο τέλεια στιγμή μας. 

Κι ας κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα.

Αν λοιπόν είναι να ξεχάσω τα πάντα, θα είμαι ευτυχισμένη να θυμάμαι μόνο αυτή τη στιγμή».


Βούρκωσε η Αλίκη. 


Σηκώθηκε για να μην την δει ο Ορεστης να κλαίει. 


Πήρε την πετσέτα της βιάστηκα από την τσάντα, του πέταξε ένα «πάω να κάνω μια βουτιά», και βγήκε από το δωμάτιο.


Μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, αντίκρυσε μπροστά της ένα μικρό παράδεισο. Η παραλία ξεκινούσε ακριβώς έξω από την πόρτα της μικρής αυλής.


Άνοιξε το μικρό ξύλινο πορτακι και ακούμπησε τα πόδια της στη ζέστη άμμο. 

Η θάλασσα μπροστά της απλωνόταν απέραντη και την καλούσε να βουτήξει στα νερά της.

Άφησε την πετσέτα της στη άκρη της παραλίας κάτω από ένα δέντρο και έτρεξε να βουτήξει στα διάφανα νερά.

Ήταν μόνη της σχεδόν στην παραλία. 

Μόνο μια  παρέα παιδιών στην άλλη άκρη της αμμουδιάς και κανείς άλλος.

Κολύμπησε αρκετή ώρα, δεν τη χόρταινε τη δροσιά της θάλασσας.


Ένιωσε  κουρασμένη όμως και άρχισε  να κολυμπάει για να βγει προς τα έξω όταν είδε ξαφνικά τον Ορεστη να πλησιάζει προς το μέρος της. 

Με ενα μακροβούτι βρέθηκε δίπλα της. 

Χωρίς να μιλήσει, έδεσε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε πάνω του.

«Μας βλέπουν…», πρόλαβε να ψιθυρίσει η Αλίκη πριν τα χείλια του ακουμπήσουν τα δικά της.

Τον έσπρωξε  απαλά προς τα πίσω και κολύμπησε για να βγει στην αμμουδιά.

Πήρε την πετσέτα της και την άπλωσε κάτω από τη σκιά του δέντρου. 

Ο ήλιος του μεσημεριού δεν αστειευόταν.

Έκατσε οκλαδόν πάνω στην πετσέτα και κοιτούσε τον Ορεστη που συνέχιζε να κολυμπάει.

Έλυσε το πάνω μέρος του μαγιό της και αφού το έβγαλε ξάπλωσε μπρούμυτα στην πετσέτα και εκλεισε τα μάτια για να ηρεμίσει και να διώξει ολες τις άσχημες σκέψεις απο το μυαλό της.

Ήταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν ήρθε απο πάνω της ο Ορεστης και τίναξε τα βρεγμένα του μαλλιά για να την βρέξει.


«Ορέστηηηηη σταματαααα…», ακούστηκε η φωνή της Αλίκης σε όλη την παραλία.

Εκείνος γέλασε δυνατά και άρπαξε την πετσέτα του και την άπλωσε  διπλα στη δικιά της.


«Δεν το ήξερα πως κάνεις και topless… όταν εγώ σου έλεγα να κάνεις δεν ήθελες…», της είπε με κάπως ειρωνικό ύφος.


«Πολλά δεν ξέρεις για μενα Ορεστη… δεν ξέρεις την καθημερινότητα μου, τι μου αρέσει τι δεν μου αρέσει…αλλάζουν οι άνθρωποι… δεν ειμαι αυτή που ήμουν 30 χρονια πριν…», του απάντησε ενοχλημένη εκείνη και σηκώθηκε να φύγει.


Μα δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα βήμα και εκείνος την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

Την αγκάλιασε από τη μέση και έκατσαν στην άμμο.

Ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον δεξί της ώμο και με τα χέρια του την έσφιξε με δύναμη πάνω του.

«Δε θα σε αφήσω να φύγεις…ποτε ξανά…», της ψιθύρισε.

«Σταματά να λες ψέματα…», του απάντησε.

«Δεν λέω ψέματα…».

«Λες ψέματα…όπως έλεγες και τότε…Τότε που ήθελες να είσαι με την Ελπίδα, επέλεξες την Ελπίδα αλλά δεν κατάλαβα πότε τι ήθελες και μαζί μου…»

«Συγνώμη, σου έχω ζητήσει τόσες φορές συγνωμη…μα δεν μπορούσα να σου πω την αλήθεια…φοβόμουν να μη σε χάσω… Σκεφτόμουν πως όλο αυτό μεταξύ μας θα τελείωνε μετά από εκείνο το καλοκαιρι. 

Πως η απόσταση μεταξύ μας θα μας έκαναν να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλο… 

κι ο καθένας θα έβρισκε  τον δρόμο του… θα συνέχιζα εγώ με την Ελπίδα μακριά απο σένα και θα σε ξεπερνούσα.

Μα κάθε μέρα που περνούσε σε ερωτευόμουν όλο και περισσότερο…Δεν μπορούσα, δεν άντεχα να σε χάσω..Ούτε τώρα αντέχω…», έτρεμε η φωνή του Ορεστη.


«Ούτε και την Ελπιδα όμως αντέχες να χάσεις…», του απάντησε με ειρωνεία η Αλίκη. 


Έσκυψε το κεφάλι ο Ορεστης και δεν μίλησε.

Τι να έλεγε άλλωστε; 

Ήξερε πως έχει δίκιο η Αλίκη. 

Δεν ήθελε να μαλώσουν. 

Δεν ήθελε να τη χάσει. Ήταν κομμάτι του. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό που ένιωθε για εκείνη.

Του έλειπε πάντα. 

Όλα αυτά τα χρόνια που δεν βλεπόντουσαν πάντα ένιωθε ένα κενό, σα να λείπει ένα κομμάτι του.

Λες και μόνο όταν ήταν κοντά του έβγαζαν όλα νόημα. 

«Αυτό θα είναι το τελευταίο βράδυ που θα περάσουμε μαζί.», είπε η Αλίκη. 

«Αύριο το μεσημέρι πρέπει να γυρίσω στην Αθήνα…και μετά τέλος. Θα βλεπόμαστε μόνο όταν θα είναι κι ο Αλέξης μαζί μας. Ποτέ μόνοι μας…δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε…», μίλησε με αυστηρότητα η Αλίκη.


Ο Ορεστης την κοίταξε λυπημένος. 

Είχε δίκιο, το ήξερε. Δεν μπορούσε να της πει τίποτα πια. 

Ήθελε μόνο να την έχει αγκαλιά και να την κοιτάζει. Να αγγίζει το σώμα της και να είναι δικιά του, μόνο δικιά του.


Έσκυψε το κεφάλι. Και δεν είπε λέξη.


Τον λυπήθηκε η Αλίκη. 

Ετσι λυπημένο και μαζεμένο, με κατεβασμένο το κεφάλι.


Χάιδεψε το κεφάλι του και άρχισε να τον φιλάει σε όλο του το πρόσωπο. 


Τον αγαπούσε τον βλάκα. 

Τον αγαπούσε τόσο πολύ.

No comments:

Post a Comment

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...