Sunday, February 25, 2024

Το άλλο μισό


 


Σωριάστηκε πάνω στην πολυθρόνα.

Έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες τις. Δεν ήθελε να βλέπει τίποτα. Δεν ήθελε να ακούει τίποτα ούτε να νιώθει…

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή νόμιζε πως θα βγει από το στήθος της. 

Πονούσε.

Πονούσε σε κάθε χιλιοστό του σώματος της.

Η ανάσα της ήταν δύσκολη και κόφτη. 

Ένιωθε πως πεθαίνει… 

Ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι. 

Φοβήθηκε πως κάτι θα πάθει. 

Έψαξε να βρει δίπλα της το κινητό της.

Ήταν πεταμένο πάνω στο χάλι, κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Το έπιασε με δυσκολία και άνοιξε αμέσως τις επαφές. 

Να καλέσει την Ηλέκτρα, μήπως χρειαστεί να την πάει στο νοσοκομείο…

Δεν πρόλαβε να τη καλέσει και χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

"Ποιος να ήταν τώρα; Τόσο αργά", αναρωτήθηκε. 

Πως θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι την πόρτα ένιωθε πως θα λιποθυμήσει.

Μάζεψε όσο κουράγιο είχε και έφτασε μέχρι την εξώπορτα και άνοιξε.

«Ορέστη…», πρόλαβε να ψελλίσει κι αμέσως όλα έσβησαν.

Ο Ορέστης ίσα που πρόλαβε να την πιάσει στην αγκαλιά του πριν λιποθυμήσει και σωριαστεί στο πάτωμα.


Την κουβάλησε μέχρι τον καναπέ και αφού την έβαλε  να ξαπλώσει προσπάθησε να τη συνεφέρει.

Το κεφάλι της ακουμπούσε στην αγκαλιά του και της χάιδευε ήρεμα τα μαλλιά.

Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της η Αλίκη και τον είδε από πάνω της να την κοιτά με αγωνία.

«Φοβήθηκα… μη μου το κανείς πότε ξανά αυτό…», της είπε κοιτώντας τη με υγρά μάτια.

Του χαμογέλασε εκείνη και δεν είπε τίποτα. 

Είχαν τσακωθεί μόλις δυο ώρες πριν τόσο άσχημα, είχαν πει τόσο άσχημα λόγια ο ένας στον άλλο, τόσο σκληρά και τώρα εκείνος την κρατούσε στην αγκαλιά του και της έλεγε πόσο φοβάται  μην του πάθει  κάτι, μην τη χάσει…


 «Ξέρεις το είχα ονειρευτεί αυτό…να συμβαίνει…ξέρεις μέσα στο κεφάλι μου, στα περίεργα όνειρα μου…»,του είπε χαμηλόφωνα.


«Τι είχες ονειρευτεί;Να λιποθυμάς; Έχεις τρελαθεί;», την ψευτομάλωσε εκείνος.


«Να λιποθυμάω και να με σώζεις βρε χαζέ…να πέφτω στην αγκαλιά σου! Σαν σε κάτι παλιές χαζόρομαντικές ταινίες…», γέλασε  με δυσκολία η Αλίκη.


Ο Ορέστης όμως δεν γελούσε. Το πρόσωπο του ήταν θλιμμένο και τα μάτια του υγρά.


«Με έχεις διαλύσει… κοιμάμαι ξυπνάω και το μόνο που σκέφτομαι είσαι εσύ. Πότε θα σε δω, πότε θα σου μιλήσω, πότε θα σ αγγίξω, πότε θα σε φιλήσω.

Δεν με νοιάζει τίποτε άλλο. Με αποσπάς από τα πάντα, με κανείς χειρότερο στη δουλειά μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα…

Και το αξίζεις… Ναι, χίλια φορές  το αξίζεις…

Αν είχα να διαλέξω να σώσω τον κόσμο ή να είναι ευτυχισμένος μαζί σου θα διάλεγα εσένα.

Πάντα θα διαλέγω εσένα…».


«Ορέστη είσαι μεθυσμένος…σταματά…»!


«Ναι είμαι…αν δεν είχα μεθύσει δεν θα μπορούσα να σου τα πω όλα αυτά…».


«Το ξέρω δυστυχώς… θυμάμαι και τη προηγούμενη φορά…ποσά χρόνια να ήταν πριν; 20, 25; Πάλι είχες μεθύσει… πάλι έλεγες αυτά που "ένιωθες"… Πάλι με έκανες να πονάω…. Σε παρακαλώ,πήγαινε να κοιμηθείς είσαι κουρασμένος… Άφησε με…»


«Θα φύγω… όμως θέλω η να σου πω πως αν υπάρχει το άλλο μας μισό το δικό μου  είσαι σίγουρα εσύ… πάντα ήσουν εσύ… αλλά και να μην είσαι, πάλι μαζί σου θέλω να είμαι… με όποιον τρόπο… ακόμα και αν είναι μόνο μέσα στο μυαλό μου…»


«Δε σε έχω ξεπεράσει», τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια η Αλίκη.

«Ήσουν ο μοναδικός. Πάντα θα είσαι... Αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί σου», του είπε χαμηλόφωνα. 


«Άρα είμαι ο μοναδικός, αλλά εσύ θες τον άλλο, που εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι μοναδικός…», την ειρωνεύτηκε ο Ορέστης. Το πλήγωναν τα λόγια της. Μαχαίρι στην καρδιά του.


«Το καλό με εσένα  είναι ότι πίστευες πως πάντα είχες δίκιο. Το κακό είναι πως τις περισσότερες φορές έχεις δίκιο…»


-«Μη συνεχίζεις...Κατάλαβα…», είπε και σηκώθηκε να φύγει…


(συνεχίζεται..)

No comments:

Post a Comment

Ψίθυροι

  Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε φευγαλέα.  Η Αλίκη είχε απλωθεί στη μεγάλη πολυθρόνα με τα κόκκινα ριχτάρια και παρακολουθούσε τους υ...