Ο Ορέστης καθόταν στο γραφείο του, προσπαθώντας να δουλέψει.
Απέναντι του, σε μια κορνίζα, μια φωτογραφία παιδική — με τον ίδιο, τον Αλέξη και την Αλίκη, χαμογελαστοί και οι τρεις, ένα από εκείνα τα καλοκαίρια που η ζωή έμοιαζε με όνειρο.
Το γράμμα της ήταν διπλωμένο και φυλαγμένο μέσα στο συρτάρι. Δεν το είχε βάλει σε κουτί, δεν το είχε κρύψει βαθιά. Ήθελε να είναι εκεί — δίπλα του.
Όπως ήταν εκείνη. Κάπως. Απών παρούσα.
Άνοιξε πάλι το συρτάρι και έπιασε τον φάκελο. Τον άνοιξε και έβγαλε το γράμμα τοποθετώντας το ακριβώς μπροστά του πάνω στο γραφείο. Το είχε διαβάσει τόσες πολλές φορές από το προηγούμενο βράδυ που είχε χάσει το μέτρημα.
Άρχισε και πάλι να το διαβάζει ψιθυριστά.
«Ορέστη μου,
Δεν ξέρω πώς να αρχίσω…
Κι όμως, κάτι μέσα μου επιμένει πως πρέπει να σου γράψω — όχι για να αλλάξω κάτι, ούτε για να ζητήσω τίποτα.
Μόνο για να σου πω… αυτά που χρόνια τώρα κρατάω μέσα μου.
Από τότε που ήμασταν παιδιά, σε κουβαλάω μέσα μου.
Όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο, μα πάντα με μια ζεστασιά που δεν έσβησε ποτέ.
Και όσο κι αν άλλαξε η ζωή μας μέσα στα χρόνια, εσύ ήσουν πάντα ένα κομμάτι μου που δεν μετακινήθηκε.
Ίσως γιατί σε ερωτεύτηκα όπως μόνο μια φορά στη ζωή μας ερωτευόμαστε.
Άγουρα. Καθαρά.
Με τα μάτια.
Με τα αγγίγματα.
Με εκείνες τις σιωπές που έλεγαν πιο πολλά απ’ όλες τις λέξεις.
Με εκείνο το “κάτι” που μόνο εμείς καταλαβαίναμε.
Δεν μετανιώνω τίποτα.
Ό,τι κι αν έγινε. Όπως κι αν τελείωσε — ή δεν τελείωσε ποτέ.
Ή ίσως δεν άρχισε και ποτέ…
Καμία φορά φοβάμαι πως όλα ήταν στο μυαλό μου…
Η καρδιά μου σε αγαπάει ακόμα.
Μα πρέπει να μάθω να την προστατεύω.
Όχι από σένα — από εμένα την ίδια, όταν ξεχνάω πως πρέπει να συνεχίσω.
Δεν θέλω να σε ξεχάσω.
Θέλω μόνο να μάθω να μη γυρνάω εκεί συνέχεια.
Αλλά να ξέρεις…
Δεν θα υπάρξει άλλος σαν εσένα μέσα μου.
Κι ας μάθω να ζω αλλιώς.
Κι ας σωπαίνω.
Αν με δεις κάποτε να μην μιλάω, μην νομίσεις πως δεν νιώθω.
Ίσως να νιώθω πιο πολύ απ’ όσο αντέχω.
Και ναι…
Σε αγαπάω.
Πιο σιγανά τώρα.
Μα πάντα…
Αλίκη .»