Sunday, March 17, 2024

Εκείνη η Δευτέρα

 


Απόγευμα Καθαράς Δευτέρα ήταν, κι αποφάσισαν να ανέβουν στο καφέ του λόφου για να πιουν το καφεδάκι τους, η Αλίκη κι ο Αλέξης.

Κάθισαν στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο κι απολάμβαναν την θέα αλλά και τις πρώτες στάλες της βροχής, που έπεφταν ακανόνιστα και χωρίς ρυθμό στο τζαμί.

Η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά , και η συζήτηση περιστρεφόταν και πάλι γύρω από το αγαπημένο τους θέμα:τον Ορέστη.

"Και εσύ πως κατάλαβες πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του"; τον ρώτησε η Αλίκη.

"Βασικά ήταν εύκολο", χαμογέλασε ο Αλέξης. "Κάθε φορά που έμπαινες κάπου, δεν έβλεπες κανέναν άλλο γύρω σου και τον έψαχνες διαρκώς τριγύρω. Τον έβλεπες να χαμογελάει ή να είναι στεναχωρημένος και σε όλο σου το πρόσωπο ζωγραφιζόταν η αγωνία: "Κάτι έχει...", "...με κοιτάζει...;", "ενδιαφέρεται για μένα...;", σταμάτησε για λίγο τη διήγηση του ο Αλέξης και την κοίταξε.

"Και μετά είναι η μοναξιά σου... καθόσουν μόνη σου και σκεφτόταν  κάθε στιγμή που δεν είστε μαζί ...και φαντασιώνεσαι πως θα ήταν αν είσαστε μαζί...", της είπε και έσκυψε το κεφάλι.

"Ρε μικρέ κι όλα αυτά τα καταλάβαινες απλά και μόνο κοιτάζοντας με, χωρίς να σου πει κανείς τίποτα;", χαμογέλασε η Αλίκη και του ανακάτεψε με το χέρι της τα μαλλιά του.

"Σε μένα ήταν ξεκάθαρο όλο αυτό που συνέβαινε, ίσως γιατι σας ήξερα τόσο καλά και τους δυο... ίσως περισσότερο κι από ότι ξέρετε εσείς τον εαυτό σας...".

"Άλλα δεν καταλαβαίνω κάτι...", της είπε κάπως διστακτικός ο Αλέξης και πάλι χαμήλωσε το βλέμμα του.

"Γιατί δεν το πάλεψες μαζί του... γιατί δεν τον διεκδίκησες επίμονα... ξέρεις να του δείξεις πως τον θέλεις, πως θέλεις να είστε μαζί...πως…", δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του ο Αλέξης, το ουρλιαχτό τησ Αλίκης τον τρόμαξε.

"Με ρωτάς σοβαρά κάτι τέτοιο; Εσύ; Εσύ που τα έχεις ζήσει σχεδόν όλα από κοντά; Αλήθεια Αλέξη;", ήταν έτοιμη να κλάψει η Αλίκη. Την πήρε το παράπονο. Ένιωθε πως κανείς δεν την καταλάβαινε.

"Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεστε εσείς οι άντρες, τον τρόπο που διεκδικείς κάποιον... Το ίδιο μου είπε και ο πατέρας μου προχτές -"όταν θες πολύ κάτι, το διεκδικείς, με όποιο τρόπο...".

«Δεν τον διεκδίκησα δηλαδή; Τι άλλο έπρεπε να κάνω ρε Αλέξη; Να πέσω στα πόδια του να τον παρακαλέσω; Όχι αυτό δεν θα το έκανα ποτέ… Το είχα δείξει, το είχα πει με τόσους τρόπους… Λες να μην ήξερε πως ένιωθα; Ποσο τον ήθελα;», αναστέναξε η Αλίκη και ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και με τα χέρια της στήριξε το κεφάλι. Κοίταζε τον Αλέξη στα μάτια.

«Σας ακολουθούσα σε ότι αηδία σας ερχόταν να κάνετε απλά και μόνο για να ειμαι μαζί του. Απέφευγα το βλέμμα του ακόμη κι όταν μιλούσαμε οι δυο μας γιατί προσπαθούσα μάταια να κρύψω αυτό που ένιωθα. Με ακουμπούσε και ταραζόμουν, με αγκάλιαζε και νομιζα θα σπάει η καρδιά μου…»,σταμάτησε να μιλάει η Αλίκη και  ήταν έτοιμη να βάλλει πάλι τα κλάματα.

Ο Αλέξης δεν άντεχε να βλέπει τη φίλη του σε αυτή της κατάσταση. Σηκώθηκε κι έκατσε κοντά της κι την έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Ξερεισ Τι είναι αυτό που με πληγώνει περισσότερο; Που δεν μας έδωσε ποτέ μια ευκαιρία…», έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του φίλου της η Αλίκη και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. 

«Ξέρεις τι πιστεύω εγώ;», της ψυθιρισε στο αυτή ο Αλέξης. 

«Είστε κι οι δυο τρελοί.Τρελοί  για δέσιμο… Όχι, δεν μπορείτε  να είστε μαζί, για εκατομμύρια λεπτομέρειες. Καμια όμως κατάσταση, καμία πραγματικότητα  , δεν θα έχει τη δύναμη ποτέ να υποτιμήσει την αγάπη που νιώθει ο ενας για τον άλλο  και το νοιάξιμο που θα υπάρχει, ακόμα κι αν περάςετε δέκα ζωές χωριστά…», είπε με μεγάλη ο σοβαροτητα  ο Αλέξης  και την έσφιξε ακόμα μια φορά στην αγκαλιά του.

Τον κοίταξε εκείνη και του χαμογελασε.

«Σου έχω πει ποτέ  ότι  μισώ την Καθαρά Δευτέρα»;

«Κάθε γαμημένη χρονιά!!!», φώναξε γελώντας ο Αλέξης κλείνοντας  της το μάτι

Sunday, February 25, 2024

Το άλλο μισό


 


Σωριάστηκε πάνω στην πολυθρόνα.

Έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες τις. Δεν ήθελε να βλέπει τίποτα. Δεν ήθελε να ακούει τίποτα ούτε να νιώθει…

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή νόμιζε πως θα βγει από το στήθος της. 

Πονούσε.

Πονούσε σε κάθε χιλιοστό του σώματος της.

Η ανάσα της ήταν δύσκολη και κόφτη. 

Ένιωθε πως πεθαίνει… 

Ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι. 

Φοβήθηκε πως κάτι θα πάθει. 

Έψαξε να βρει δίπλα της το κινητό της.

Ήταν πεταμένο πάνω στο χάλι, κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Το έπιασε με δυσκολία και άνοιξε αμέσως τις επαφές. 

Να καλέσει την Ηλέκτρα, μήπως χρειαστεί να την πάει στο νοσοκομείο…

Δεν πρόλαβε να τη καλέσει και χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

"Ποιος να ήταν τώρα; Τόσο αργά", αναρωτήθηκε. 

Πως θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι την πόρτα ένιωθε πως θα λιποθυμήσει.

Μάζεψε όσο κουράγιο είχε και έφτασε μέχρι την εξώπορτα και άνοιξε.

«Ορέστη…», πρόλαβε να ψελλίσει κι αμέσως όλα έσβησαν.

Ο Ορέστης ίσα που πρόλαβε να την πιάσει στην αγκαλιά του πριν λιποθυμήσει και σωριαστεί στο πάτωμα.


Την κουβάλησε μέχρι τον καναπέ και αφού την έβαλε  να ξαπλώσει προσπάθησε να τη συνεφέρει.

Το κεφάλι της ακουμπούσε στην αγκαλιά του και της χάιδευε ήρεμα τα μαλλιά.

Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της η Αλίκη και τον είδε από πάνω της να την κοιτά με αγωνία.

«Φοβήθηκα… μη μου το κανείς πότε ξανά αυτό…», της είπε κοιτώντας τη με υγρά μάτια.

Του χαμογέλασε εκείνη και δεν είπε τίποτα. 

Είχαν τσακωθεί μόλις δυο ώρες πριν τόσο άσχημα, είχαν πει τόσο άσχημα λόγια ο ένας στον άλλο, τόσο σκληρά και τώρα εκείνος την κρατούσε στην αγκαλιά του και της έλεγε πόσο φοβάται  μην του πάθει  κάτι, μην τη χάσει…


 «Ξέρεις το είχα ονειρευτεί αυτό…να συμβαίνει…ξέρεις μέσα στο κεφάλι μου, στα περίεργα όνειρα μου…»,του είπε χαμηλόφωνα.


«Τι είχες ονειρευτεί;Να λιποθυμάς; Έχεις τρελαθεί;», την ψευτομάλωσε εκείνος.


«Να λιποθυμάω και να με σώζεις βρε χαζέ…να πέφτω στην αγκαλιά σου! Σαν σε κάτι παλιές χαζόρομαντικές ταινίες…», γέλασε  με δυσκολία η Αλίκη.


Ο Ορέστης όμως δεν γελούσε. Το πρόσωπο του ήταν θλιμμένο και τα μάτια του υγρά.


«Με έχεις διαλύσει… κοιμάμαι ξυπνάω και το μόνο που σκέφτομαι είσαι εσύ. Πότε θα σε δω, πότε θα σου μιλήσω, πότε θα σ αγγίξω, πότε θα σε φιλήσω.

Δεν με νοιάζει τίποτε άλλο. Με αποσπάς από τα πάντα, με κανείς χειρότερο στη δουλειά μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα…

Και το αξίζεις… Ναι, χίλια φορές  το αξίζεις…

Αν είχα να διαλέξω να σώσω τον κόσμο ή να είναι ευτυχισμένος μαζί σου θα διάλεγα εσένα.

Πάντα θα διαλέγω εσένα…».


«Ορέστη είσαι μεθυσμένος…σταματά…»!


«Ναι είμαι…αν δεν είχα μεθύσει δεν θα μπορούσα να σου τα πω όλα αυτά…».


«Το ξέρω δυστυχώς… θυμάμαι και τη προηγούμενη φορά…ποσά χρόνια να ήταν πριν; 20, 25; Πάλι είχες μεθύσει… πάλι έλεγες αυτά που "ένιωθες"… Πάλι με έκανες να πονάω…. Σε παρακαλώ,πήγαινε να κοιμηθείς είσαι κουρασμένος… Άφησε με…»


«Θα φύγω… όμως θέλω η να σου πω πως αν υπάρχει το άλλο μας μισό το δικό μου  είσαι σίγουρα εσύ… πάντα ήσουν εσύ… αλλά και να μην είσαι, πάλι μαζί σου θέλω να είμαι… με όποιον τρόπο… ακόμα και αν είναι μόνο μέσα στο μυαλό μου…»


«Δε σε έχω ξεπεράσει», τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια η Αλίκη.

«Ήσουν ο μοναδικός. Πάντα θα είσαι... Αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί σου», του είπε χαμηλόφωνα. 


«Άρα είμαι ο μοναδικός, αλλά εσύ θες τον άλλο, που εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι μοναδικός…», την ειρωνεύτηκε ο Ορέστης. Το πλήγωναν τα λόγια της. Μαχαίρι στην καρδιά του.


«Το καλό με εσένα  είναι ότι πίστευες πως πάντα είχες δίκιο. Το κακό είναι πως τις περισσότερες φορές έχεις δίκιο…»


-«Μη συνεχίζεις...Κατάλαβα…», είπε και σηκώθηκε να φύγει…


(συνεχίζεται..)

Thursday, August 10, 2023

Τον αγαπούσε το βλάκα

 



«Κι αν μπορούσες να διαλέξεις μια μόνο στιγμή μας… ποιά θα διάλεγες; 

Αν κάποιος σου έλεγε πως θα ξεχνούσες τα παντα που έχουμε ζήσει μαζί, αλλα θα μπορούσες να κρατήσεις μια μόνο στιγμή μας να θυμασαι για παντα; 

Ποιά θα διάλεγες;».


Κοιτούσε το ταβάνι ο Ορεστης λες και αυτό θα του έδινε την απάντηση. 

Είχε χαθεί το βλέμμα του στο άπειρο λες και έβλεπε σαν ταινία μπροστά του όλες τους τις στιγμές


Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και μετά γύρισε και κοίταξε την Αλίκη. 


«Δεν μπορώ να διαλέξω…είναι πολύ δύσκολο για μένα… τις αγαπώ όλες τις στιγμές μας… όχι δεν μπορώ να διαλέξω…», της απάντησε.


Του χαμογέλασε η Αλίκη και πήγε να σηκωθεί από την αγκαλιά του.


Μα εκείνος την τράβηξε ξανά πίσω και την αγκάλιασε πιο σφιχτά.


«Που πας πονηρή; Νομίζεις πως θα γλιτώσεις;

 Εσύ δεν θα απαντήσεις στην ερώτηση;», της είπε ο Ορέστης.


Τον κοίταξε όλο νόημα εκείνη και του είπε: «Θες πραγματικά να μάθεις;» 


Έγνεψε καταφατικά εκείνος. 


«Λοιπόν, θα σου πω… ήταν ένα βράδυ παρά πολλά χρόνια πριν, όταν έμενες στο πατρικό σου ακόμα με τον Αλέξη και τον πατέρα σου. 

Έλειπαν κι οι δυο εκείνο το βράδυ.


Μου είχες στείλει ένα μήνυμα.

 «Έχω ανάγκη μια αγκαλιά» ή κάτι τέτοιο δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχες γράψει.


Ήσουν και τότε με την Ελπίδα. 


Δεν έπρεπε να έχω έρθει. 


Αλλά την είχα κι εγώ τόση ανάγκη αυτή την αγκαλιά και ήρθα.


Άνοιξες την πόρτα και ήταν ολα σκοτεινά, μόνο το φως της τηλεόρασης που ήταν ανοιχτή στο υπνοδωμάτιο φωτιζε κάπως.


Έπιασες το χέρι μου και με τράβηξες μέσα.


Με έσπρωξες ελαφριά από τον ώμο για να προχωρήσω μπροστά προς το υπνοδωμάτιο.


Στο αριστερό μας χέρι όπως προχωρούσαμε ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης.

 Έβαλες τα χέρια χαμηλά στη μέση μου κι με σταμάτησες.

Με τράβηξες απαλά πάνω σου ώσπου το στέρνο σου να ακουμπήσει στην πλάτη μου.

Πέρασες και τα δυο σου χέρια μπροστά από την κοιλιά μου και με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά επάνω σου.

Ακουμπήσες το μάγουλο σου δίπλα στο δικό μου και στρέψαμε το βλέμμα και οι δυο αριστερά στον καθρέφτη. 

Κοιτούσαμε τα είδωλα μας να αγκαλιάζονται και μείναμε εκεί για λίγο ετσι αγκαλιασμένοι.

Είμασταν τέλειοι.

 Ήταν η πιο τέλεια στιγμή μας. 

Κι ας κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα.

Αν λοιπόν είναι να ξεχάσω τα πάντα, θα είμαι ευτυχισμένη να θυμάμαι μόνο αυτή τη στιγμή».


Βούρκωσε η Αλίκη. 


Σηκώθηκε για να μην την δει ο Ορεστης να κλαίει. 


Πήρε την πετσέτα της βιάστηκα από την τσάντα, του πέταξε ένα «πάω να κάνω μια βουτιά», και βγήκε από το δωμάτιο.


Μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, αντίκρυσε μπροστά της ένα μικρό παράδεισο. Η παραλία ξεκινούσε ακριβώς έξω από την πόρτα της μικρής αυλής.


Άνοιξε το μικρό ξύλινο πορτακι και ακούμπησε τα πόδια της στη ζέστη άμμο. 

Η θάλασσα μπροστά της απλωνόταν απέραντη και την καλούσε να βουτήξει στα νερά της.

Άφησε την πετσέτα της στη άκρη της παραλίας κάτω από ένα δέντρο και έτρεξε να βουτήξει στα διάφανα νερά.

Ήταν μόνη της σχεδόν στην παραλία. 

Μόνο μια  παρέα παιδιών στην άλλη άκρη της αμμουδιάς και κανείς άλλος.

Κολύμπησε αρκετή ώρα, δεν τη χόρταινε τη δροσιά της θάλασσας.


Ένιωσε  κουρασμένη όμως και άρχισε  να κολυμπάει για να βγει προς τα έξω όταν είδε ξαφνικά τον Ορεστη να πλησιάζει προς το μέρος της. 

Με ενα μακροβούτι βρέθηκε δίπλα της. 

Χωρίς να μιλήσει, έδεσε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε πάνω του.

«Μας βλέπουν…», πρόλαβε να ψιθυρίσει η Αλίκη πριν τα χείλια του ακουμπήσουν τα δικά της.

Τον έσπρωξε  απαλά προς τα πίσω και κολύμπησε για να βγει στην αμμουδιά.

Πήρε την πετσέτα της και την άπλωσε κάτω από τη σκιά του δέντρου. 

Ο ήλιος του μεσημεριού δεν αστειευόταν.

Έκατσε οκλαδόν πάνω στην πετσέτα και κοιτούσε τον Ορεστη που συνέχιζε να κολυμπάει.

Έλυσε το πάνω μέρος του μαγιό της και αφού το έβγαλε ξάπλωσε μπρούμυτα στην πετσέτα και εκλεισε τα μάτια για να ηρεμίσει και να διώξει ολες τις άσχημες σκέψεις απο το μυαλό της.

Ήταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν ήρθε απο πάνω της ο Ορεστης και τίναξε τα βρεγμένα του μαλλιά για να την βρέξει.


«Ορέστηηηηη σταματαααα…», ακούστηκε η φωνή της Αλίκης σε όλη την παραλία.

Εκείνος γέλασε δυνατά και άρπαξε την πετσέτα του και την άπλωσε  διπλα στη δικιά της.


«Δεν το ήξερα πως κάνεις και topless… όταν εγώ σου έλεγα να κάνεις δεν ήθελες…», της είπε με κάπως ειρωνικό ύφος.


«Πολλά δεν ξέρεις για μενα Ορεστη… δεν ξέρεις την καθημερινότητα μου, τι μου αρέσει τι δεν μου αρέσει…αλλάζουν οι άνθρωποι… δεν ειμαι αυτή που ήμουν 30 χρονια πριν…», του απάντησε ενοχλημένη εκείνη και σηκώθηκε να φύγει.


Μα δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα βήμα και εκείνος την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

Την αγκάλιασε από τη μέση και έκατσαν στην άμμο.

Ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον δεξί της ώμο και με τα χέρια του την έσφιξε με δύναμη πάνω του.

«Δε θα σε αφήσω να φύγεις…ποτε ξανά…», της ψιθύρισε.

«Σταματά να λες ψέματα…», του απάντησε.

«Δεν λέω ψέματα…».

«Λες ψέματα…όπως έλεγες και τότε…Τότε που ήθελες να είσαι με την Ελπίδα, επέλεξες την Ελπίδα αλλά δεν κατάλαβα πότε τι ήθελες και μαζί μου…»

«Συγνώμη, σου έχω ζητήσει τόσες φορές συγνωμη…μα δεν μπορούσα να σου πω την αλήθεια…φοβόμουν να μη σε χάσω… Σκεφτόμουν πως όλο αυτό μεταξύ μας θα τελείωνε μετά από εκείνο το καλοκαιρι. 

Πως η απόσταση μεταξύ μας θα μας έκαναν να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλο… 

κι ο καθένας θα έβρισκε  τον δρόμο του… θα συνέχιζα εγώ με την Ελπίδα μακριά απο σένα και θα σε ξεπερνούσα.

Μα κάθε μέρα που περνούσε σε ερωτευόμουν όλο και περισσότερο…Δεν μπορούσα, δεν άντεχα να σε χάσω..Ούτε τώρα αντέχω…», έτρεμε η φωνή του Ορεστη.


«Ούτε και την Ελπιδα όμως αντέχες να χάσεις…», του απάντησε με ειρωνεία η Αλίκη. 


Έσκυψε το κεφάλι ο Ορεστης και δεν μίλησε.

Τι να έλεγε άλλωστε; 

Ήξερε πως έχει δίκιο η Αλίκη. 

Δεν ήθελε να μαλώσουν. 

Δεν ήθελε να τη χάσει. Ήταν κομμάτι του. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό που ένιωθε για εκείνη.

Του έλειπε πάντα. 

Όλα αυτά τα χρόνια που δεν βλεπόντουσαν πάντα ένιωθε ένα κενό, σα να λείπει ένα κομμάτι του.

Λες και μόνο όταν ήταν κοντά του έβγαζαν όλα νόημα. 

«Αυτό θα είναι το τελευταίο βράδυ που θα περάσουμε μαζί.», είπε η Αλίκη. 

«Αύριο το μεσημέρι πρέπει να γυρίσω στην Αθήνα…και μετά τέλος. Θα βλεπόμαστε μόνο όταν θα είναι κι ο Αλέξης μαζί μας. Ποτέ μόνοι μας…δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε…», μίλησε με αυστηρότητα η Αλίκη.


Ο Ορεστης την κοίταξε λυπημένος. 

Είχε δίκιο, το ήξερε. Δεν μπορούσε να της πει τίποτα πια. 

Ήθελε μόνο να την έχει αγκαλιά και να την κοιτάζει. Να αγγίζει το σώμα της και να είναι δικιά του, μόνο δικιά του.


Έσκυψε το κεφάλι. Και δεν είπε λέξη.


Τον λυπήθηκε η Αλίκη. 

Ετσι λυπημένο και μαζεμένο, με κατεβασμένο το κεφάλι.


Χάιδεψε το κεφάλι του και άρχισε να τον φιλάει σε όλο του το πρόσωπο. 


Τον αγαπούσε τον βλάκα. 

Τον αγαπούσε τόσο πολύ.

Εκείνη η Δευτέρα

  Απόγευμα Καθαράς Δευτέρα ήταν, κι αποφάσισαν να ανέβουν στο καφέ του λόφου για να πιουν το καφεδάκι τους, η Αλίκη κι ο Αλέξης. Κάθισαν στο...