Η μέρα ξημέρωσε βαριά, σαν να κουβαλούσε το βάρος της νύχτας που προηγήθηκε. Ο Νοέμβρης είχε επιτέλους δροσίσει, κι ένας μουντός ουρανός κάλυπτε την πόλη. Η Αλίκη ξύπνησε αργά, με το κεφάλι της βαρύ και την καρδιά της ακόμα βαρύτερη.
Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το ταβάνι, προσπαθώντας να διαλύσει την ομίχλη που είχε απλωθεί μέσα της. Η σκέψη της, όσο κι αν πάλευε να την αγνοήσει, γύριζε ξανά και ξανά στον Ορέστη. Στα χέρια του που την είχαν κρατήσει, στα μάτια του που έμοιαζαν να της φωνάζουν όσα ποτέ δεν έλεγε. Δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της – κι αυτό την έπνιγε.
Πήρε τον καφέ της και κάθισε στο μικρό μπαλκόνι του σπιτιού της. Η θάλασσα φαινόταν μακριά, μα την ένιωθε ακόμα κοντά, σαν να κουβαλούσε το αλάτι της στα χείλη της. Το κινητό της χτύπησε· ήταν μήνυμα από τον Ορέστη. «Είσαι καλά;» έγραφε. Μια τόσο απλή φράση, μα μέσα της κρυβόταν όλος ο φόβος, όλη η ένταση, όλη η ανάγκη του.
Η Αλίκη κοίταξε το μήνυμα για ώρα. Δεν απάντησε αμέσως. Τι να του έλεγε; Ότι δεν ήταν καλά; Ότι το σώμα της ένιωθε ακόμα το βάρος της αγκαλιάς του; Ότι κάθε κύτταρό της την τραβούσε ξανά κοντά του, παρόλο που ήξερε πως δεν μπορούσαν; Αντί για όλα αυτά, έγραψε: «Καλά είμαι. Εσύ;»
Η απάντησή του ήρθε σχεδόν αμέσως: «Όχι.»
Μόνο αυτή η λέξη. Όχι. Και όμως, μέσα της είχε χιλιάδες πράγματα. «Όχι, δεν είμαι καλά γιατί δεν μπορώ να σε έχω. Όχι, δεν είμαι καλά γιατί η ζωή μας είναι γεμάτη λάθος στιγμές. Όχι, γιατί δεν ξέρω πώς να συνεχίσω χωρίς να σε σκέφτομαι.»
Η Αλίκη κατέβασε το κινητό και έπιασε το κεφάλι της. Ήξερε πως έπρεπε να μείνει μακριά του, μα η σκέψη του την τραβούσε σαν μαγνήτης. Δεν μπορούσε να αποφύγει την ένταση που έβραζε ανάμεσά τους, ούτε την αλήθεια που δεν τολμούσαν να παραδεχτούν. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε δύο διαφορετικούς κόσμους που συναντιούνταν μόνο στις σκιές.
Ο Ορέστης, από την άλλη, περνούσε την πρωινή του ώρα στον ίδιο μικρό καναπέ του σπιτιού του, κοιτάζοντας έναν αναμμένο καπνό να σβήνει αργά στο τασάκι. Το μήνυμα της Αλίκης τον είχε ταράξει. Τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει ξανά, με όλη τη σφοδρότητα που ήθελε να αποφύγει, πόσο πολύ τη χρειαζόταν. Ήξερε, όμως, πως δεν μπορούσε να της ζητήσει τίποτα. Ήταν δεμένος κι εκείνος σε έναν άλλο κόσμο, που τον κρατούσε πίσω.
Η μέρα κύλησε αργά, βασανιστικά. Ήταν και για τους δύο σαν μια αναμονή που δεν είχε σκοπό, σαν να περίμεναν κάτι που δεν θα ερχόταν. Το απόγευμα, ο Ορέστης δεν άντεξε. Έστειλε ακόμα ένα μήνυμα: «Θέλω να σε δω.»
Η Αλίκη κοίταξε το μήνυμα με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ήξερε ότι ήταν λάθος, ήξερε ότι η συνάντησή τους δεν θα άλλαζε τίποτα. Μα την ίδια στιγμή, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έγραψε απλώς: «Πού;»
Λίγο αργότερα, βρέθηκαν στο ίδιο μικρό παρακμιακό μαγαζάκι που τους είχε φιλοξενήσει το προηγούμενο βράδυ. Η ατμόσφαιρα ήταν πιο ήσυχη, το φως λιγοστό. Η Αλίκη μπήκε πρώτη, κάθισε σε μια γωνία και περίμενε. Ο Ορέστης εμφανίστηκε λίγο αργότερα, με το ίδιο χαμένο βλέμμα, το ίδιο βάρος στους ώμους του.
Κάθισαν απέναντι, σιωπηλοί. Δεν υπήρχαν λέξεις για όλα όσα αισθάνονταν. Μόνο τα βλέμματά τους μιλούσαν, γεμάτα ένταση και παράπονο. Ήταν εκεί, κοντά ο ένας στον άλλον, μα ταυτόχρονα χιλιόμετρα μακριά.
«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε τελικά η Αλίκη, σπάζοντας τη σιωπή.
«Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς,» της απάντησε ο Ορέστης. «Κι εσύ γιατί ήρθες;»
Η Αλίκη χαμογέλασε θλιμμένα. «Για τον ίδιο λόγο.»
Ο Ορέστης έπιασε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. Ήταν μια κίνηση απλή, μα γεμάτη από την ένταση που κρυβόταν ανάμεσά τους. «Δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό, Αλίκη,» είπε. «Δεν ξέρω πώς να ζω, ξέροντας ότι σε θέλω, αλλά δεν μπορώ να σε έχω.»
Η Αλίκη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Ούτε εγώ ξέρω,» του ψιθύρισε. «Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω.»
Έμειναν έτσι, ακίνητοι, για λίγο, χαμένοι ο ένας στον άλλον. Ήξεραν και οι δύο ότι το «μαζί» τους ήταν αδύνατο, αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν να το αναζητούν. Και κάπως έτσι, η μέρα κύλησε μέσα σε βλέμματα, αγγίγματα και ανείπωτες λέξεις – μια αγάπη που δεν μπορούσε να εκφραστεί, αλλά και δεν μπορούσε να σβήσει.