~Η ιστορία της Αλίκης και του Ορέστη μοιάζει με εκείνες τις ανομολόγητες αγάπες που ξεδιπλώνονται στις λεπτομέρειες, στις σιωπές, στα ανεπαίσθητα αγγίγματα. ~
Η Αλίκη ένιωσε την καρδιά της να βαραίνει, το βλέμμα της να θολώνει. Δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει αυτό που ένιωθε…
Ένιωθε την καρδιά της να σφίγγεται όσο περισσότερο τον κοίταζε. Ήξερε πως αυτό το τέλος που πρότεινε ήταν το σωστό, αλλά πόσο σωστό μπορεί να είναι κάτι που σε ρημάζει; Που σε κάνει να θες να ουρλιάξεις από τον πόνο;
Ο Ορέστης δεν έλεγε λέξη. Έμενε εκεί, στην αγκαλιά της, σα μικρό παιδί που μόλις έχασε το αγαπημένο του παιχνίδι. Όμως αυτό που τον πλήγωνε περισσότερο ήταν ότι δεν είχε το θάρρος να τη διεκδικήσει ανοιχτά, ποτέ δεν το είχε. Είχε βολευτεί σε μισά λόγια, κρυφές στιγμές και υποσχέσεις που δεν τόλμησε να τηρήσει.
«Θα σε θυμάμαι για πάντα, Αλίκη,» της είπε ξαφνικά. Η φωνή του ήταν σιγανή, γεμάτη παράπονο. «Θα θυμάμαι κάθε στιγμή μας, κάθε λέξη σου. Και κάθε φορά που θα κοιτάζω τον καθρέφτη, θα βλέπω εμάς εκείνη τη νύχτα…»
Η Αλίκη γύρισε να τον κοιτάξει. Είχε δάκρυα στα μάτια της, αλλά κατάπιε τη συγκίνησή της. «Δεν μπορείς να ζεις με τις αναμνήσεις, Ορέστη. Ο καθρέφτης αυτός ανήκει στο παρελθόν. Εμείς… δεν ανήκουμε πια πουθενά.»
Εκείνος έπιασε απαλά το χέρι της προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Θα ανήκεις πάντα στην καρδιά μου, όμως.»
Η Αλίκη κούνησε το κεφάλι, σχεδόν απελπισμένη. Ήξερε πως τα λόγια δεν είχαν πλέον σημασία. Ό,τι είχε απομείνει ανάμεσά τους ήταν η σιωπή, γεμάτη από όλα όσα δεν τόλμησαν ποτέ να πουν. Ήξερε πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα ένιωθαν έτσι, ο ένας τόσο κοντά στον άλλον.
Η θάλασσα μπροστά τους ήταν ήρεμη. Το κύμα ακουγόταν γαλήνιο, σχεδόν ανακουφιστικό. Ήταν σαν να τους καλούσε να μείνουν εκεί για πάντα, μακριά από τον κόσμο και τις αποφάσεις που τους περίμεναν.
Η Αλίκη σηκώθηκε πρώτη. «Θα φύγω τώρα. Κάποια πράγματα πρέπει να τελειώνουν πριν γίνουν ανυπόφορα.»
Ο Ορέστης δεν την κράτησε. Ήξερε ότι αν προσπαθούσε να τη σταματήσει, θα γκρέμιζε ό,τι λίγο είχε απομείνει ανάμεσά τους. Έμεινε εκεί, καθισμένος στην άμμο, να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν.
Την είδε να σκύβει να μαζέψει την πετσέτα της και να βαδίζει προς το μικρό ξύλινο πορτάκι της αυλής. Το πρόσωπό της είχε μια αποφασιστικότητα που τον τρόμαξε. Ήξερε πως αυτή τη φορά ήταν πραγματικά το τέλος.
«Αλίκη!» φώναξε ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτεί. Εκείνη σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Σε αγαπώ ακόμα,» της είπε. Η φωνή του ράγισε, σχεδόν έσπασε.
Εκείνη τον κοίταξε για λίγο, αμίλητη. Ήταν η στιγμή που περίμενε τόσο καιρό, τα λόγια που ήθελε να ακούσει, αλλά τώρα δεν είχαν τη δύναμη να την κρατήσουν. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
«Αργά, Ορέστη. Πολύ αργά,» ψιθύρισε.

No comments:
Post a Comment