Ήταν σχεδόν 2 το μεσημέρι όταν το μήνυμα του Ορέστη έφτασε στο κινητό της.
«Μου λείπεις...»
Το διάβασε, και τα δάκρυα κύλησαν αθόρυβα στα μάγουλά της. Ήξερε ότι αν απαντούσε, θα άνοιγε μια πόρτα που δεν μπορούσε να ξανακλείσει.
Κι όταν χτύπησε
το κουδούνι, η απόγνωση την κατέκλυσε.
Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να στέκεται εκεί.
Αυτή τη
φορά, η πόρτα είχε ανοίξει. Αλλά για τι;
«Γιατί δεν απάντησες; Μόνο εσύ πονάς; Μόνο εσύ δεν αντέχεις;» Ο Ορέστης ούρλιαξε σχεδόν, ενώ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Προχώρησε προς το μέρος της, την άγγιξε, την φίλησε. Ένιωσε την ένταση στο σώμα του, το ρίγος στη φωνή του.
Τον τράβηξε μακριά της και ψιθύρισε:
«Και τώρα τι;»
Εκείνος την κοίταξε. Την κοίταξε σαν να περίμενε την
απάντηση που δεν είχε έρθει ποτέ. Κι εκείνη, αμίλητη.
«Συγγνώμη», της είπε με κεφάλι κατεβασμένο, χωρίς να την κοιτά στα μάτια.
«Δεν έχει νόημα,» μουρμούρισε, εκείνη… Αν έλεγε κάτι… όλα ίσως να άλλαζαν.
«Γιατί δεν έχει;» ρώτησε κοφτά.
«Ορέστη… »
«Γιατί...;» είπε, σχεδόν θυμωμένα. «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί πάντα κλείνεις την πόρτα πριν προλάβω να πω ό,τι νιώθω;»
Η Αλίκη ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν.
«Γιατί, Ορέστη; Γιατί κάθε φορά έρχεσαι και με τραβάς πίσω; Πονάω ήδη αρκετά. Πονάω, και δεν μπορώ άλλο.»
«Νομίζεις ότι μόνο εσύ πονάς;» φώναξε εκείνος. «Νομίζεις ότι εσύ έχεις το μονοπώλιο στον πόνο; Κι εγώ πονάω, Αλίκη. Κάθε μέρα.»
«Τότε γιατί πάντα φεύγεις;»
Ο Ορέστης σάστισε. Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Φεύγω γιατί εσύ δεν με σταματάς,» είπε τελικά.
Η Αλίκη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ήξερε ότι αυτό που είπε ήταν αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να το αποδεχτεί.
«Και τώρα τι;» ψιθύρισε.
Ο Ορέστης την πλησίασε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Για μια στιγμή φάνηκε σαν να ήθελε να της πει κάτι σημαντικό, κάτι που κρατούσε μέσα του για χρόνια.
«Δεν ξέρω,» είπε τελικά. Έσκυψε το κεφάλι του.
Η Αλίκη γύρισε την πλάτη της.
Έμοιαζε όλο αυτό με κακόγουστη ιστορία βγαλμένη από άρλεκιν.
«Πρέπει να φύγεις. Πρέπει να φύγουμε ο ένας από τη ζωή του άλλου.»
Εκείνος στάθηκε ακίνητος για λίγο.
«Ίσως τελικά έχεις δίκιο. Είμαι πολύ μεγάλος πλέον για όλο αυτό,» είπε αργά. Έκανε μεταβολή και βγήκε από την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στο ασανσέρ και περίμενε.
Η Αλίκη στεκόταν στην πόρτα, παρακολουθώντας τον. Ήθελε να τον σταματήσει, να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Αλλά δεν το έκανε.
Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε.
Εκεινη έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της. Έγειρε πάνω της, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν.
«Κάνεις το ίδιο λάθος ξανά…» μονολόγησε.
Έπιασε και κοίταξε το κινητό της. Το μήνυμα ήταν ακόμα εκεί. «Μου λείπεις.»
«Δεν ήταν αρκετό, Ορέστη. Δεν ήταν ποτέ αρκετό.»
No comments:
Post a Comment