Έψαχναν αρκετή ώρα να παρκάρουν το μικρό citroen deux chevaux του Δημήτρη. Είχαν γυρίσει όλη την περιοχή από τους πρόποδες του Λυκαβηττού μέχρι και χαμηλά την πλατεία στο Κολωνάκι.
Δεν υπήρχε θέση για πάρκινγκ ούτε γι' αστείο. Σάββατο βράδυ μέσα Γενάρη και παρόλο το κρύο, ο κόσμος είχε βγει να διασκεδάσει. Μικρά μπαράκια και cafe γεμάτα κόσμο. Ψαγμένα μικρά μαγαζάκια αλλά και μεγαλύτερα διάσημα μπαράκια της εποχής, έσφιζαν όλα από ζωή.
Επιτέλους βρήκαν μια θέση πάρκινγκ κοντά στην εκκλησία του Αη Διονύση και ο Δημήτρης αναστέναξε ανακουφισμένος.
Το μαγαζί βέβαια που έψαχναν ήταν αρκετά πιο μακρυά οπότε έπρεπε να περπατήσουν μέχρι την πλατεία στο Κολωνάκι και από εκεί προς τα πάνω προς τον Λυκαβηττό.
Έφτασα κι οι τρεις λαχανιασμένοι έξω από το μαγαζί που ήταν κρυμμένο μέσα στα στενά. Ο Αλέξης πάντα βιαστικός έσπρωξε την πόρτα πρώτος και μπήκε γεμάτος ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης κοιτάχτηκαν χαμογελώντας και σχεδόν ταυτόχρονα σήκωσαν κι οι δυο τους ώμους τους. Τον ήξερα το φίλο τους, από μικρός ήταν πάντα ανυπόμονος. Έσπρωξαν κι εκείνοι την πόρτα και μπήκαν μέσα.
Το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο και έπαιζε ωραία ποιοτική ξένη μουσική. Βρήκαν δυο σκαμπό στην άκρη της μπάρας και κάθισαν ο Δημήτρης με την Αλίκη. Ο Αλέξης ποτέ δεν καθόταν ήθελε να κινείται άνετα και να σχολιάζει τα πάντα. Δεν τον χωρούσε η καρέκλα ποτέ, έτσι κι αλλιώς.
Η Αλέξης άφησε τον καπνό και τα φιλτράκια πάνω στη μπάρα κι η Αλίκη έβγαλε από το μικρό τσαντάκι της το κινητό της και το άφησε κι εκείνη δίπλα στα πράγματα του φίλου της.
Την κοίταξαν οι άλλοι δυο κι άρχισαν να την πειράζουν που κουβαλούσε πάντα μαζί το κινητό.
Ήταν 2-3 χρόνια που είχε ξεκινήσει αυτή η μόδα με τα κινητά αλλά τα αγόρια δεν ήθελα να τα κουβαλούν μαζί τους ειδικά το βράδυ που έβγαιναν για διασκέδαση, το θεωρούσαν περιττό βάρος.
«Περιμένεις κανένα τηλέφωνο κυρία μου βραδιάτικα και κουβαλάς το κινητό μαζί σου;», την ρώτησε με μια μικρή δόση ειρωνείας ο Αλέξης.
«Μην ασχολείσαι μαζί μου αγόρι μου! Κοίτα την πιτσιρικά απέναντι που ξεροσταλιάζει για σένα και άσε με εμένα ήσυχη», του απάντησε νευριασμένη η Αλίκη.
Ο Δημήτρης γελούσε και με τους δυο τους και καθόταν και τους χάζευε πίνοντας το ποτό του, ενώ παράλληλα «έπαιζε» με τα μάτια με μια ξανθούλα από την απέναντι κοριτσοπαρεα.
Η Αλίκη δεν περνούσε καλά. Δεν είχε καμία διάθεση να βγει αλλά δεν ήθελε ούτε να χαλάσει τη διάθεση των φίλων της. Περισσότερο όμως δεν ήθελε να καταλάβουν πως σκεφτόταν τον Ορέστη.
Μετά από εκείνο το βράδυ στο πάρτι γενεθλίων του Αλέξη που φιλήθηκαν, δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της.
Κι εκείνος την άλλη μέρα έφυγε για την Ρώμη αφού έπρεπε να γυρίσει στο πανεπιστήμιο.
Της είχε στείλει ένα δυο μηνύματα, κάπως γλυκούτσικα, πράγμα που δεν συνήθιζε ο Ορέστης… κι εκείνη ξεροστάλιαζε να περιμένει πότε θα στείλει ξανά…
Και τότε το κινητό αναβόσβησε. «Έχετε 1 μήνυμα», έγραψε πάνω στην οθόνη. Εκείνη τη στιγμή ο Αλέξης έβαλε το χέρι του και το άρπαξε σχεδόν από το χέρι της Αλίκης.
Εκείνη για ένα λεπτό έμεινε ασάλευτη να τον κοιτάει, κι αμέσως του φώναξε: «Μην τολμήσεις…»!
Εκείνος αγνοώντας την, της γύρισε την πλάτη, άνοιξε το κινητό και διάβασε αμέσως το μήνυμα.
«Α, μάλιστα… σου στέλνει και μηνύματα ο κύριος Ορέστης»; τη ρώτησε γελώντας.
«Ένα μήνυμα έστειλε… σταματά να γελάς…», θύμωσε η Αλίκη μαζί του.
«Δεν γελάω Αλικάκι μου… συγνώμη…», της είπε ο Αλέξης και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Τι έχουμε εδώ;», έφτασε με 3 σφηνάκια ο Δημήτρης στα χέρια.
«Ελάτε δεν θέλω να πέφτουμε!! Η νύχτα είναι δικιά μας και θα περάσουμε τέλεια!», είπε χαμογελώντας και τους έδωσε τα σφηνάκια.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια και φώναξαν κι οι τρεις «στην υγειά μας» τόσο δυνατά που γύρισε ολόκληρο το μαγαζί να τους κοιτάξει. Μα καθόλου δεν τους ένοιαξε και συνέχισαν να γελούν δυνατά.
Η Αλίκη τους έπιασε και τους δυο σε ένα αγαπησιάρικο κεφαλοκλειδώμα και τους αγκάλιασε δυνατά! Πάντα περνούσε όμορφα μαζί τους και πάντα της έφτιαχναν την διάθεση.
Αυτή τη διάθεση που συνήθως της χαλούσε ο Ορέστης.
Έπιασε ξανά στα χέρια της το κινητό να διαβάσει και η ίδια το μήνυμα.
«Σε σκεφτόμουν…», έγραφε το μήνυμα.
Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της Αλίκης. Δυο μόνο λέξεις, αλλά έγραφε πως τη σκέφτεται. Αχ… Ένας βαθύς αναστεναγμός της ξέφυγε εκείνη τη στιγμή.
Αμέσως ξεκίνησε να πατάει τα κουμπάκια του κινητού της για να του απαντήσει. Άρχισε να γράφει, να σβήνει, να ξαναγράφει, να ιδρώνει και τελικά να μένει το χέρι της εκεί μετέωρο και αναποφάσιστο.
Ο Αλέξης την κοιτούσε όλο αυτό το διάστημα. Έβλεπε την χαρά και την αγωνία της φίλης του, τον ενθουσιασμό της για ένα μόνο μήνυμα. Από τη μια χαιρόταν μα από την άλλη ήξερε τον αδερφό του. Ήξερε πως όλο αυτό δεν θα είχε χάπι έντ…
Έπιασε το χέρι της Αλίκης απαλά και της πήρε το κινητό.
«Δώσε μου να δω τι γράφεις…», της είπε στο αυτί.
Του έδωσε το κινητό, και κάθισε στο σκαμπό. Πήρε στα χέρια το ποτό της και ήπιε μια γουλιά προσπαθώντας να χαλαρώσει.
Ο Αλέξης έπιασε το κινητό και έσβησε όλα όσα είχε γράψει η Αλίκη.
Ήξερε ακριβώς τι ήθελε να διαβάσει ο αδερφός του… κι άρχισε να γράφει και να στέλνει τα μηνύματα πριν καλά τα δει και τα εγκρίνει η Αλίκη.
«Αλέξη … μήπως το καταλάβει πως δεν είναι δικά μου αυτά που γράφεις; Θα γίνω ρεζίλι… Άσε καλύτερα να απαντήσω εγώ…», του είπε προσπαθώντας να του πάρει το κινητό.
«Άφησε με σε παρακαλώ… τον ξέρω καλύτερα από σένα… ξέρω τι να του γράψω…», της είπε χαμογελώντας εκείνος.
Ο Ορέστης απάντησε και στο πρώτο αλλά και στα επόμενα δέκα σχεδόν μηνύματα που του έστειλε ο Αλέξης…
Η Αλίκη δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε. Γελούσε και διάβαζε τις απαντήσεις του Ορέστη και απορούσε που δεν είχε καταλάβει πως τα μηνύματα τα στέλνει ο ίδιος του ο αδερφός… θα θύμωνε πολύ αν το ανακάλυπτε... Αυτή η γλυκιά συνωμοσία με το Αλέξη, αυτή η ομερτά μεταξύ τους, την έκανε να νιώθει όλο αυτό που συνέβαινε ακόμη πιο μαγικό... σαν βγαλμένο από μυθιστόρημα ή από ταινία. Αν στο τέλος βέβαια θα ήταν κωμωδία ή δράμα, κανείς δεν μπορούσε να το προβλέψει.
Ο Ορέστης τελικά όντως την σκεφτόταν πολύ και φαινόταν σε όλα αυτά που έγραφε στα μηνύματα. «Ίσως είναι μόνος του και βαριέται», σκέφτηκε χωρίς να σχολιάσει όμως, ο Αλέξης…
Μα στο τελευταίο μήνυμα,της έγραφε πως δεν αντέχει άλλο, θέλει να την ξαναδεί. Πως του λείπει και γι’ αυτό το επόμενο Σάββατο θα έρθει και πάλι στην Αθήνα. Μόνο για να τη δει, μόνο για να είναι μαζί.
Η Αλίκη δεν πίστευε στα μάτια της αυτό που διάβαζε! Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά.
Ο Αλέξης την τράβηξε στην αγκαλιά του κι άρχισαν να χοροπηδάνε κι οι δυο γύρω γύρω.
Δεν την είχε δει ποτέ ξανά τόσο ευτυχισμένη τη φίλη του… αν και κάτι του έλεγε πως δεν θα κρατούσε πολύ η ευτυχία της αυτή. Τον ήξερε τον αδερφό του… (συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment