Monday, February 24, 2025

Πάρτι μασκέ

 




Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν μπορούσε να αποφασίσει.

Θα γινόταν ένα μεγάλο πάρτι μασκέ. Ο Αλέξης μαζί με φίλους του θα το διοργάνωνε  σε ένα χώρο που είχαν βρει κάπου κοντά στο Γκάζι, και είχε καλέσει πάρα πολύ κόσμο.

Ζάλιζε εδώ και 2 μήνες περίπου την Αλίκη για το μεγάλο γεγονός και δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα έλειπε από αυτό η καλύτερη του φίλη.

Όμως η Αλίκη δεν είχε καθόλου διάθεση να πάει. Ήταν σε μια περίοδο αρκετά πιεσμένη στη δουλειά, είχα νεύρα με όλους, είχα τσακωθεί ακόμα και με τον πατέρα της και βέβαια είχε τσακωθεί και με τον ίδιο τον Αλέξη κάμποσες φορές τον τελευταίο καιρό.
Ήξερε όμως πως αν του έλεγε πως δεν θα πήγαινε στην εκδήλωση δε θα της ξανά μιλούσε…

Πως βρέθηκε λοιπόν μασκαρεμένη μέσα σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κρατάει ένα ποτήρι κρασί στο χέρι ούτε που το κατάλαβε… Κοιτούσε γύρω της και απολάμβανε όλο αυτό το κέφι και τη χαρά των ανθρώπων. Σερπαντίνες, κόρνες, σφυρίχτρες, μάσκες, φανταχτερά κοστούμια , τρομακτικές στολές, τα πάντα φανέρωναν τη διάθεση όλων να ξεφύγουν για λίγο από την καθημερινότητα και ίσως και από την πραγματικότητα.

Ένα χέρι την αγκάλιασε κάπως άγαρμπα και την έβγαλε για λίγο από τις σκέψεις τις. Ηταν ο Αλέξης ντυμένος Joker.

«Πώς περνάς;», τη ρώτησε.
«Χρειάζεσαι κάτι»;
«Όχι μια χαρά είμαι! Το απολαμβάνω όλο αυτό!», φώναξε δίπλα στο αυτί του η Αλίκη.

«Θα έρθει κι ο Ορέστης σε λίγο… με την Ελπίδα…», της είπε λίγο χαμηλόφωνα.

«Ναι οκ…», σφύριξε αδιάφορα η Αλίκη.

«Εγώ περιμένω την Ανδριάνα έτσι κι αλλιώς, θα έρθει από στιγμή σε στιγμή».

Έφυγε ο Αλέξης γιατί κάποιος τον φώναξε να κουβαλήσουν τα ποτά, κι η Αλίκη έμεινε μόνη της.

Και τότε τον είδε από μακριά.

Η Αλίκη τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα με αυτοπεποίθηση, φορώντας το χαρακτηριστικό καπέλο και το δερμάτινο μπουφάν. Ο Ορέστης είχε ντυθεί Ιντιάνα Τζόουνς—φυσικά. Του πήγαινε αυτή η στολή, σαν να είχε φτιαχτεί για εκείνον. Δίπλα του, η Ελπίδα, κομψή και χαμογελαστή, του κρατούσε το χέρι, αλλά μόλις μπήκαν, του το άφησε σχεδόν αμέσως.

«Θα πάω να χορέψω, να χαιρετήσω μερικούς!» είπε εύθυμα, του έριξε ένα φιλί στον αέρα και χάθηκε στο πλήθος.

Η Αλίκη έριξε μια βιαστική ματιά στον Ορέστη, προσπαθώντας να μη δείξει τίποτα. Εκείνος όμως την είχε ήδη δει.

«Εσύ!» είπε με το γνωστό του ύφος, πλησιάζοντας την. «Δεν το πιστεύω ότι τελικά ήρθες!»

«Ούτε εγώ το πιστεύω ακόμα» απάντησε εκείνη αδιάφορα και πήρε μια γουλιά από το κρασί της.

Ο Ορέστης γέλασε, το βλέμμα του παιχνιδιάρικο. «Μήπως ήρθες για μένα;»

Η Αλίκη σήκωσε το φρύδι της. «Για σένα;»

«Ναι, γιατί όχι;» της είπε και έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Εδώ που τα λέμε, έδειχνες λίγο αναστατωμένη όταν άκουσες ότι θα έρθω με την Ελπίδα.»

«Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά η Ελπίδα είναι πολύ ωραία» είπε εκείνη, με ένα αδιόρατο χαμόγελο.

«Είναι» συμφώνησε εκείνος χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. «Αλλά εδώ μπροστά μου έχω εσένα.»

Η Αλίκη ανασάλεψε ελαφρώς, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Υπήρχε πάντα αυτή η ένταση ανάμεσά τους.

Ο Ορέστης έσκυψε λίγο προς το μέρος της, σαν να ήθελε να την προκαλέσει.

«Αν μπορούσες να έχεις ό,τι ήθελες αυτή τη στιγμή, τι θα ήταν;»

Η Αλίκη τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ήξερε τι την είχε πιάσει. Ίσως το κρασί. Ίσως το πάρτι, η ατμόσφαιρα, η ένταση. Ίσως το ότι είχε βαρεθεί να κρύβει όσα ένιωθε.

Έσκυψε κι εκείνη ελαφρώς προς το μέρος του και, χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα, του ψιθύρισε:

«Τη γλώσσα σου μέσα στο στόμα μου.»

Για πρώτη φορά, είδε τον Ορέστη να χάνει τα λόγια του. Τα μάτια του άνοιξαν ελαφρώς, σαν να μην ήταν σίγουρος αν άκουσε σωστά.

«Συγγνώμη;»

Η Αλίκη χαμογέλασε αχνά. «Κατάλαβες πολύ καλά.»

Ο Ορέστης έμεινε σιωπηλός για ένα δευτερόλεπτο. Την κοιτούσε, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, σαν να μην την αναγνώριζε ξαφνικά. Αυτή δεν ήταν η Αλίκη που ήξερε. Η Αλίκη που θα τον έσπρωχνε μακριά. Η Αλίκη που πάντα είχε μια καυστική ατάκα να του πετάξει όταν την πείραζε.

Αλλά η Αλίκη αυτή τη στιγμή ήταν κάτι άλλο.

Και το χειρότερο;

Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό.

Ο Ορέστης πήρε μια κοφτή ανάσα, αλλά το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο πάνω της. Η Αλίκη έπαιζε μαζί του, και το ήξερε. Αλλά δεν ήξερε πού ήθελε να το φτάσει.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;» του είπε, σηκώνοντας το ποτήρι της και υγραίνοντας ανεπαίσθητα τα χείλη της με το κρασί.

«Εσύ γιατί μιλάς έτσι;»

Η Αλίκη χαμογέλασε. Ήταν ένα περίεργο χαμόγελο—ανάμεσα σε πρόκληση και νοσταλγία. Έσκυψε λίγο πιο κοντά, τα χείλη της σχεδόν άγγιζαν το αυτί του όταν ψιθύρισε:

«Απλά… αναρωτιέμαι. Φιλάς ακόμα όπως φιλούσες τότε;»

Ο Ορέστης ένιωσε ένα κύμα να διαπερνάει όλο του το σώμα. Η φωνή της, η απόσταση που δεν υπήρχε πλέον ανάμεσά τους, το βάρος αυτής της ερώτησης…

Μαγικά.

Αυτό είχε πει κάποτε η Αλίκη για τα φιλιά του. Το ήξερε καλά, γιατί τότε, όταν ήταν ακόμα κάτι άλλο μεταξύ τους—κάτι απροσδιόριστο, κάτι επικίνδυνα δυνατό—εκείνος είχε γελάσει και της είχε απαντήσει: «Δεν είναι μαγεία, είναι χημεία.»

Και τώρα;

Ο Ορέστης δεν ήταν κάποιος που έχανε εύκολα τον έλεγχο. Του άρεσε το παιχνίδι, αλλά του άρεσε να το ορίζει εκείνος. Όμως αυτή τη στιγμή, η Αλίκη ήταν εκείνη που κρατούσε τα ηνία.

Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα.

Έπειτα, με μια αργή, ελεγχόμενη κίνηση, έσκυψε ακόμα πιο κοντά της, τόσο ώστε τα χείλη του σχεδόν να ακουμπούν τη γωνία του στόματός της.

«Θέλεις να μάθεις;» της ψιθύρισε.

Η Αλίκη δεν απάντησε. Δεν απομακρύνθηκε, δεν χαμογέλασε. Μόνο τον κοίταξε—και εκείνος ήξερε πως δεν ήταν έτοιμος για ό,τι θα συνέβαινε αν έκανε το επόμενο βήμα.

Αλλά η ερώτηση είχε ήδη τεθεί.

Και η απάντηση ήταν μονόδρομος.

Ο Ορέστης δεν δίστασε ούτε στιγμή. Το βλέμμα του σκοτείνιασε, τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τον καρπό της Αλίκης, και πριν εκείνη προλάβει να επεξεργαστεί τι συνέβαινε, την τράβηξε μέσα στο πλήθος.

Δεν είπε τίποτα. Δεν εξήγησε.

Η Αλίκη δεν ρώτησε.

Η μουσική, τα γέλια, οι φωνές γύρω τους έσβησαν. Υπήρχε μόνο το χέρι του πάνω της και η αίσθηση ότι κάτι είχε μόλις γκρεμιστεί μεταξύ τους—κάτι που κρατούσαν όρθιο για πολύ καιρό, από συνήθεια, από φόβο, από άρνηση.

Βγήκαν από μια πλαϊνή πόρτα, έφτασαν σε έναν σκοτεινό, έρημο διάδρομο. Η πόλη έξω ήταν φωτισμένη, οι δρόμοι είχαν κίνηση, αλλά εδώ, σε αυτή τη γωνιά, ήταν μόνοι.

Ο Ορέστης την κόλλησε πάνω στον παλιό τοίχο, μια τραχιά επιφάνεια που της έκοψε την ανάσα όταν την ακούμπησε.

«Αυτό ήθελες;» της ψιθύρισε.

Η Αλίκη δεν απάντησε. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Ήταν σαν να περίμεναν αυτή τη στιγμή χρόνια.

Δεν την άφησε να απαντήσει.

Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της απότομα, πεινασμένα, χωρίς καμία προειδοποίηση.

Κι εκείνη ανταπέδωσε το φιλί με την ίδια ένταση, χωρίς δεύτερη σκέψη. 
Δεν υπήρχε τίποτα απαλό, τίποτα διστακτικό σε αυτό που συνέβαινε. Ήταν ωμό, χαοτικό, γεμάτο χρόνια καταπιεσμένης έλξης που ξέσπαγε επιτέλους.

Ο Ορέστης έσφιξε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του, την κράτησε εκεί, σαν να φοβόταν ότι θα άλλαζε γνώμη.

Αλλά η Αλίκη δεν ήθελε να φύγει.

Όταν τραβήχτηκε για να πάρει ανάσα, το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Ο Ορέστης έβαλε το μέτωπό του πάνω στο δικό της.

«Δεν γυρίζουμε πίσω, έτσι;» ρώτησε, η φωνή του χαμηλή, σίγουρη.

Η Αλίκη γέλασε απαλά, ακόμα λαχανιασμένη.

«Όχι.»

Δεν είχαν ιδέα πού πήγαιναν.

Αλλά κανείς τους δεν ήθελε να σταματήσει.

Ο Ορέστης την κοίταξε για μια στιγμή, σαν να ζύγιζε τις επιλογές του. Δεν ήθελε να τη γυρίσει στο πάρτι. Δεν ήθελε να τελειώσει αυτό εδώ, στον ψυχρό τοίχο ενός σκοτεινού διαδρόμου. Ήθελε να τη βγάλει από εκεί, να τη βγάλει μακριά.

Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.

«Πάμε μια βόλτα.»

Η Αλίκη δεν ρώτησε πού. Μπήκαν στο αυτοκίνητό του, κι εκείνος ξεκίνησε να οδηγεί μέσα στη νύχτα. Η πόλη απλωνόταν γύρω τους, φωτισμένη και ανήσυχη, αλλά εκείνοι ήταν σαν σε δική τους διάσταση.

Οδήγησε χωρίς προορισμό, με τη μουσική χαμηλή, τον δρόμο μπροστά ανοιχτό και τα βλέμματά τους να ανταμώνουν ξανά και ξανά.

«Πού πάμε;» ρώτησε τελικά η Αλίκη.

Ο Ορέστης χαμογέλασε. «Δεν ξέρω. Ίσως κάπου ψηλά. Να δούμε την Αθήνα από πάνω. Να περιμένουμε το χάραμα.»

Η Αλίκη ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο και τον κοίταξε. Αυτό που ζούσαν τώρα δεν είχε εξήγηση, δεν είχε σχέδιο. Και δεν την ένοιαζε.

Λίγη ώρα μετά, έφτασαν σε έναν λόφο με θέα ολόκληρη την πόλη. Ο Ορέστης πάρκαρε στην άκρη, και βγήκαν έξω, ο αέρας ψυχρός πάνω στο δέρμα τους.

«Μου έλειψες,» είπε ξαφνικά εκείνος, κοιτώντας τα φώτα της πόλης.

Η Αλίκη γύρισε προς το μέρος του. «Δεν έφυγες ποτέ.»

Ο Ορέστης χαμογέλασε πικρά. «Δεν έμεινα και ποτέ, όμως.»

Η Αλίκη τον πλησίασε. Τον έπιασε από το μπουφάν, τον τράβηξε προς το μέρος της.

«Τώρα είσαι εδώ.»

Δεν είπε κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν.

Και όταν το πρώτο φως της μέρας άρχισε να χρωματίζει τον ουρανό, ήξεραν και οι δύο ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο από εδώ και πέρα. 

Sunday, January 26, 2025

Το «αδύνατο μαζί» τους

 



Η  μέρα ξημέρωσε βαριά, σαν να κουβαλούσε το βάρος της νύχτας που προηγήθηκε. Ο Νοέμβρης είχε επιτέλους δροσίσει, κι ένας μουντός ουρανός κάλυπτε την πόλη. Η Αλίκη ξύπνησε αργά, με το κεφάλι της βαρύ και την καρδιά της ακόμα βαρύτερη. 


Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το ταβάνι, προσπαθώντας να διαλύσει την ομίχλη που είχε απλωθεί μέσα της. Η σκέψη της, όσο κι αν πάλευε να την αγνοήσει, γύριζε ξανά και ξανά στον Ορέστη. Στα χέρια του που την είχαν κρατήσει, στα μάτια του που έμοιαζαν να της φωνάζουν όσα ποτέ δεν έλεγε. Δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της – κι αυτό την έπνιγε.


Πήρε τον καφέ της και κάθισε στο μικρό μπαλκόνι του σπιτιού της. Η θάλασσα φαινόταν μακριά, μα την ένιωθε ακόμα κοντά, σαν να κουβαλούσε το αλάτι της στα χείλη της. Το κινητό της χτύπησε· ήταν μήνυμα από τον Ορέστη. «Είσαι καλά;» έγραφε. Μια τόσο απλή φράση, μα μέσα της κρυβόταν όλος ο φόβος, όλη η ένταση, όλη η ανάγκη του.


Η Αλίκη κοίταξε το μήνυμα για ώρα. Δεν απάντησε αμέσως. Τι να του έλεγε; Ότι δεν ήταν καλά; Ότι το σώμα της ένιωθε ακόμα το βάρος της αγκαλιάς του; Ότι κάθε κύτταρό της την τραβούσε ξανά κοντά του, παρόλο που ήξερε πως δεν μπορούσαν; Αντί για όλα αυτά, έγραψε: «Καλά είμαι. Εσύ;»


Η απάντησή του ήρθε σχεδόν αμέσως: «Όχι.»


Μόνο αυτή η λέξη. Όχι. Και όμως, μέσα της είχε χιλιάδες πράγματα. «Όχι, δεν είμαι καλά γιατί δεν μπορώ να σε έχω. Όχι, δεν είμαι καλά γιατί η ζωή μας είναι γεμάτη λάθος στιγμές. Όχι, γιατί δεν ξέρω πώς να συνεχίσω χωρίς να σε σκέφτομαι.»


Η Αλίκη κατέβασε το κινητό και έπιασε το κεφάλι της. Ήξερε πως έπρεπε να μείνει μακριά του, μα η σκέψη του την τραβούσε σαν μαγνήτης. Δεν μπορούσε να αποφύγει την ένταση που έβραζε ανάμεσά τους, ούτε την αλήθεια που δεν τολμούσαν να παραδεχτούν. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε δύο διαφορετικούς κόσμους που συναντιούνταν μόνο στις σκιές.


Ο Ορέστης, από την άλλη, περνούσε την πρωινή του ώρα στον ίδιο μικρό καναπέ του σπιτιού του, κοιτάζοντας έναν αναμμένο καπνό να σβήνει αργά στο τασάκι. Το μήνυμα της Αλίκης τον είχε ταράξει. Τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει ξανά, με όλη τη σφοδρότητα που ήθελε να αποφύγει, πόσο πολύ τη χρειαζόταν. Ήξερε, όμως, πως δεν μπορούσε να της ζητήσει τίποτα. Ήταν δεμένος κι εκείνος σε έναν άλλο κόσμο, που τον κρατούσε πίσω.


Η μέρα κύλησε αργά, βασανιστικά. Ήταν και για τους δύο σαν μια αναμονή που δεν είχε σκοπό, σαν να περίμεναν κάτι που δεν θα ερχόταν. Το απόγευμα, ο Ορέστης δεν άντεξε. Έστειλε ακόμα ένα μήνυμα: «Θέλω να σε δω.»


Η Αλίκη κοίταξε το μήνυμα με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ήξερε ότι ήταν λάθος, ήξερε ότι η συνάντησή τους δεν θα άλλαζε τίποτα. Μα την ίδια στιγμή, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έγραψε απλώς: «Πού;»


Λίγο αργότερα, βρέθηκαν στο ίδιο μικρό παρακμιακό μαγαζάκι που τους είχε φιλοξενήσει το προηγούμενο βράδυ. Η ατμόσφαιρα ήταν πιο ήσυχη, το φως λιγοστό. Η Αλίκη μπήκε πρώτη, κάθισε σε μια γωνία και περίμενε. Ο Ορέστης εμφανίστηκε λίγο αργότερα, με το ίδιο χαμένο βλέμμα, το ίδιο βάρος στους ώμους του.


Κάθισαν απέναντι, σιωπηλοί. Δεν υπήρχαν λέξεις για όλα όσα αισθάνονταν. Μόνο τα βλέμματά τους μιλούσαν, γεμάτα ένταση και παράπονο. Ήταν εκεί, κοντά ο ένας στον άλλον, μα ταυτόχρονα χιλιόμετρα μακριά.


«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε τελικά η Αλίκη, σπάζοντας τη σιωπή.


«Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς,» της απάντησε ο Ορέστης. «Κι εσύ γιατί ήρθες;»


Η Αλίκη χαμογέλασε θλιμμένα. «Για τον ίδιο λόγο.»


Ο Ορέστης έπιασε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. Ήταν μια κίνηση απλή, μα γεμάτη από την ένταση που κρυβόταν ανάμεσά τους. «Δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό, Αλίκη,» είπε. «Δεν ξέρω πώς να ζω, ξέροντας ότι σε θέλω, αλλά δεν μπορώ να σε έχω.»


Η Αλίκη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Ούτε εγώ ξέρω,» του ψιθύρισε. «Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω.»


Έμειναν έτσι, ακίνητοι, για λίγο, χαμένοι ο ένας στον άλλον. Ήξεραν και οι δύο ότι το «μαζί» τους ήταν αδύνατο, αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν να το αναζητούν. Και κάπως έτσι, η μέρα κύλησε μέσα σε βλέμματα, αγγίγματα και ανείπωτες λέξεις – μια αγάπη που δεν μπορούσε να εκφραστεί, αλλά και δεν μπορούσε να σβήσει.

Sunday, January 19, 2025

«Εμείς δεν ανήκουμε πουθενά»

 



~Η ιστορία της Αλίκης και του Ορέστη μοιάζει με εκείνες τις ανομολόγητες αγάπες που ξεδιπλώνονται στις λεπτομέρειες, στις σιωπές, στα ανεπαίσθητα αγγίγματα. ~


Η Αλίκη ένιωσε την καρδιά της να βαραίνει, το βλέμμα της να θολώνει. Δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει αυτό που ένιωθε…


Ένιωθε  την καρδιά της να σφίγγεται όσο περισσότερο τον κοίταζε. Ήξερε πως αυτό το τέλος που πρότεινε ήταν το σωστό, αλλά πόσο σωστό μπορεί να είναι κάτι που σε ρημάζει; Που σε κάνει να θες να ουρλιάξεις από τον πόνο;


Ο Ορέστης δεν έλεγε λέξη. Έμενε εκεί, στην αγκαλιά της, σα μικρό παιδί που μόλις έχασε το αγαπημένο του παιχνίδι. Όμως αυτό που τον πλήγωνε περισσότερο ήταν ότι δεν είχε το θάρρος να τη διεκδικήσει ανοιχτά, ποτέ δεν το είχε. Είχε βολευτεί σε μισά λόγια, κρυφές στιγμές και υποσχέσεις που δεν τόλμησε να τηρήσει.


«Θα σε θυμάμαι για πάντα, Αλίκη,» της είπε ξαφνικά. Η φωνή του ήταν σιγανή, γεμάτη παράπονο. «Θα θυμάμαι κάθε στιγμή μας, κάθε λέξη σου. Και κάθε φορά που θα κοιτάζω τον καθρέφτη, θα βλέπω εμάς εκείνη τη νύχτα…»


Η Αλίκη γύρισε να τον κοιτάξει. Είχε δάκρυα στα μάτια της, αλλά κατάπιε τη συγκίνησή της. «Δεν μπορείς να ζεις με τις αναμνήσεις, Ορέστη. Ο καθρέφτης αυτός ανήκει στο παρελθόν. Εμείς… δεν ανήκουμε πια πουθενά.»


Εκείνος έπιασε απαλά  το χέρι της προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Θα ανήκεις πάντα στην καρδιά μου, όμως.»


Η Αλίκη κούνησε το κεφάλι, σχεδόν απελπισμένη. Ήξερε πως τα λόγια δεν είχαν πλέον σημασία. Ό,τι είχε απομείνει ανάμεσά τους ήταν η σιωπή, γεμάτη από όλα όσα δεν τόλμησαν ποτέ να πουν. Ήξερε πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα ένιωθαν έτσι, ο ένας τόσο κοντά στον άλλον.


Η θάλασσα μπροστά τους ήταν ήρεμη. Το κύμα ακουγόταν γαλήνιο, σχεδόν ανακουφιστικό. Ήταν σαν να τους καλούσε να μείνουν εκεί για πάντα, μακριά από τον κόσμο και τις αποφάσεις που τους περίμεναν.


Η Αλίκη σηκώθηκε πρώτη. «Θα φύγω τώρα. Κάποια πράγματα πρέπει να τελειώνουν πριν γίνουν ανυπόφορα.»


Ο Ορέστης δεν την κράτησε. Ήξερε ότι αν προσπαθούσε να τη σταματήσει, θα γκρέμιζε ό,τι λίγο είχε απομείνει ανάμεσά τους. Έμεινε εκεί, καθισμένος στην άμμο, να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν.


Την είδε να σκύβει να μαζέψει την πετσέτα της και να βαδίζει προς το μικρό ξύλινο πορτάκι της αυλής. Το πρόσωπό της είχε μια αποφασιστικότητα που τον τρόμαξε. Ήξερε πως αυτή τη φορά ήταν πραγματικά το τέλος.


«Αλίκη!» φώναξε ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτεί. Εκείνη σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει.


«Σε αγαπώ ακόμα,» της είπε. Η φωνή του ράγισε, σχεδόν έσπασε.


Εκείνη τον κοίταξε για λίγο, αμίλητη. Ήταν η στιγμή που περίμενε τόσο καιρό, τα λόγια που ήθελε να ακούσει, αλλά τώρα δεν είχαν τη δύναμη να την κρατήσουν. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.


«Αργά, Ορέστη. Πολύ αργά,» ψιθύρισε.

Friday, November 22, 2024

"...μου λείπεις..."

 


Ήταν σχεδόν 2 το μεσημέρι όταν το μήνυμα του Ορέστη έφτασε στο κινητό της.

 «Μου λείπεις...»

Το διάβασε, και τα δάκρυα κύλησαν αθόρυβα στα μάγουλά της. Ήξερε ότι αν απαντούσε, θα άνοιγε μια πόρτα που δεν μπορούσε να ξανακλείσει. 

Κι όταν χτύπησε το κουδούνι, η απόγνωση την κατέκλυσε.

Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να στέκεται εκεί. 

Αυτή τη φορά, η πόρτα είχε ανοίξει. Αλλά για τι;

«Γιατί δεν απάντησες; Μόνο εσύ πονάς; Μόνο εσύ δεν αντέχεις;» Ο Ορέστης ούρλιαξε σχεδόν, ενώ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Προχώρησε προς το μέρος της, την άγγιξε, την φίλησε. Ένιωσε την ένταση στο σώμα του, το ρίγος στη φωνή του. 

Τον τράβηξε μακριά της και ψιθύρισε:

«Και τώρα τι;»

Εκείνος την κοίταξε. Την κοίταξε σαν να περίμενε την απάντηση που δεν είχε έρθει ποτέ. Κι εκείνη, αμίλητη.

«Συγγνώμη», της είπε με κεφάλι κατεβασμένο, χωρίς να την κοιτά στα μάτια.

«Δεν έχει νόημα,» μουρμούρισε, εκείνη… Αν έλεγε κάτι… όλα ίσως να άλλαζαν.

«Γιατί δεν έχει;» ρώτησε κοφτά.

«Ορέστη… »

«Γιατί...;» είπε, σχεδόν θυμωμένα. «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί πάντα κλείνεις την πόρτα πριν προλάβω να πω ό,τι νιώθω;»

Η Αλίκη ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν.

«Γιατί, Ορέστη; Γιατί κάθε φορά έρχεσαι και με τραβάς πίσω; Πονάω ήδη αρκετά. Πονάω, και δεν μπορώ άλλο.»

«Νομίζεις ότι μόνο εσύ πονάς;» φώναξε εκείνος. «Νομίζεις ότι εσύ έχεις το μονοπώλιο στον πόνο; Κι εγώ πονάω, Αλίκη. Κάθε μέρα.»

«Τότε γιατί πάντα φεύγεις;»

Ο Ορέστης σάστισε. Έκανε ένα βήμα πίσω.

«Φεύγω γιατί εσύ δεν με σταματάς,» είπε τελικά.

Η Αλίκη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ήξερε ότι αυτό που είπε ήταν αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να το αποδεχτεί.

«Και τώρα τι;» ψιθύρισε.

Ο Ορέστης την πλησίασε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. 

Για μια στιγμή φάνηκε σαν να ήθελε να της πει κάτι σημαντικό, κάτι που κρατούσε μέσα του για χρόνια.

«Δεν ξέρω,» είπε τελικά. Έσκυψε το κεφάλι του.

Η Αλίκη γύρισε την πλάτη της.

Έμοιαζε όλο αυτό με κακόγουστη ιστορία βγαλμένη από άρλεκιν.

«Πρέπει να φύγεις. Πρέπει να φύγουμε ο ένας από τη ζωή του άλλου.»

Εκείνος στάθηκε ακίνητος για λίγο.

«Ίσως τελικά έχεις δίκιο. Είμαι πολύ μεγάλος πλέον για όλο αυτό,» είπε αργά. Έκανε μεταβολή και βγήκε από την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στο ασανσέρ και περίμενε.

Η Αλίκη στεκόταν στην πόρτα, παρακολουθώντας τον. Ήθελε να τον σταματήσει, να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Αλλά δεν το έκανε.

Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε.

Εκεινη έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της. Έγειρε πάνω της, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν.

«Κάνεις το ίδιο λάθος ξανά…» μονολόγησε. 

Έπιασε και κοίταξε το κινητό της. Το μήνυμα ήταν ακόμα εκεί. «Μου λείπεις.»

«Δεν ήταν αρκετό, Ορέστη. Δεν ήταν ποτέ αρκετό.»


Tuesday, October 29, 2024

γλυκιά συνωμοσία

Έψαχναν αρκετή ώρα να παρκάρουν το μικρό citroen deux chevaux του Δημήτρη. Είχαν γυρίσει όλη την περιοχή από τους πρόποδες του Λυκαβηττού μέχρι και χαμηλά την πλατεία στο Κολωνάκι. 

Δεν υπήρχε θέση για πάρκινγκ ούτε γι' αστείο. Σάββατο βράδυ μέσα Γενάρη και παρόλο το κρύο, ο κόσμος είχε βγει να διασκεδάσει. Μικρά μπαράκια και cafe γεμάτα κόσμο. Ψαγμένα μικρά μαγαζάκια αλλά και μεγαλύτερα διάσημα μπαράκια της εποχής, έσφιζαν όλα από ζωή. 

Επιτέλους βρήκαν μια θέση πάρκινγκ κοντά στην εκκλησία του Αη Διονύση και ο Δημήτρης αναστέναξε ανακουφισμένος.

Το μαγαζί βέβαια που έψαχναν ήταν αρκετά πιο μακρυά οπότε έπρεπε να περπατήσουν μέχρι την πλατεία στο Κολωνάκι και από εκεί προς τα πάνω προς τον Λυκαβηττό.


Έφτασα κι οι τρεις λαχανιασμένοι έξω από το μαγαζί που ήταν κρυμμένο μέσα στα στενά. Ο Αλέξης πάντα βιαστικός έσπρωξε την πόρτα πρώτος και μπήκε γεμάτος ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης κοιτάχτηκαν χαμογελώντας και σχεδόν ταυτόχρονα σήκωσαν κι οι δυο τους ώμους τους. Τον ήξερα το φίλο τους, από μικρός ήταν πάντα ανυπόμονος. Έσπρωξαν κι εκείνοι την πόρτα και μπήκαν μέσα. 


Το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο και έπαιζε ωραία ποιοτική ξένη μουσική. Βρήκαν δυο σκαμπό στην άκρη της μπάρας και κάθισαν ο Δημήτρης με την Αλίκη. Ο Αλέξης ποτέ δεν καθόταν ήθελε να κινείται άνετα και να σχολιάζει τα πάντα. Δεν τον χωρούσε η καρέκλα ποτέ, έτσι κι αλλιώς.


Η Αλέξης άφησε τον καπνό και τα φιλτράκια πάνω στη μπάρα κι η Αλίκη έβγαλε από το μικρό τσαντάκι της το κινητό της και το άφησε κι εκείνη δίπλα στα πράγματα του φίλου της.

Την κοίταξαν οι άλλοι δυο κι άρχισαν να την πειράζουν που κουβαλούσε πάντα μαζί το κινητό. 


Ήταν 2-3 χρόνια που είχε ξεκινήσει αυτή η μόδα με τα κινητά αλλά τα αγόρια δεν ήθελα να τα κουβαλούν μαζί τους ειδικά το βράδυ που έβγαιναν για διασκέδαση, το θεωρούσαν περιττό βάρος. 


«Περιμένεις κανένα τηλέφωνο κυρία μου βραδιάτικα και κουβαλάς το κινητό μαζί σου;», την ρώτησε με μια μικρή δόση ειρωνείας ο Αλέξης.


«Μην ασχολείσαι μαζί μου αγόρι μου! Κοίτα την  πιτσιρικά απέναντι που ξεροσταλιάζει για σένα και άσε με εμένα ήσυχη», του απάντησε νευριασμένη η Αλίκη.


Ο Δημήτρης γελούσε και με τους δυο τους και καθόταν και τους χάζευε πίνοντας το ποτό του, ενώ παράλληλα «έπαιζε» με τα μάτια με μια ξανθούλα από την απέναντι κοριτσοπαρεα.


Η Αλίκη δεν περνούσε καλά. Δεν είχε καμία διάθεση να βγει αλλά δεν ήθελε ούτε να χαλάσει τη διάθεση των φίλων της. Περισσότερο όμως δεν ήθελε να καταλάβουν πως σκεφτόταν τον Ορέστη. 


Μετά από εκείνο το βράδυ στο πάρτι γενεθλίων του Αλέξη που φιλήθηκαν, δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της.

Κι εκείνος την άλλη μέρα έφυγε για την Ρώμη αφού έπρεπε να γυρίσει στο πανεπιστήμιο.


Της είχε στείλει ένα δυο μηνύματα, κάπως γλυκούτσικα, πράγμα που δεν συνήθιζε ο Ορέστης… κι εκείνη ξεροστάλιαζε να περιμένει πότε θα στείλει ξανά…


Και τότε το κινητό αναβόσβησε. «Έχετε 1 μήνυμα», έγραψε πάνω στην οθόνη. Εκείνη τη στιγμή ο Αλέξης έβαλε το χέρι του και το άρπαξε σχεδόν από το χέρι της Αλίκης.


Εκείνη για ένα λεπτό έμεινε ασάλευτη να τον κοιτάει, κι αμέσως του φώναξε: «Μην τολμήσεις…»!


Εκείνος αγνοώντας την, της γύρισε την πλάτη, άνοιξε το κινητό και διάβασε αμέσως το μήνυμα.

«Α, μάλιστα… σου στέλνει και μηνύματα ο κύριος Ορέστης»; τη ρώτησε  γελώντας.


«Ένα μήνυμα έστειλε… σταματά να γελάς…», θύμωσε η Αλίκη μαζί του. 

«Δεν γελάω Αλικάκι μου… συγνώμη…», της είπε ο Αλέξης και την αγκάλιασε σφιχτά. 


«Τι έχουμε εδώ;», έφτασε με 3 σφηνάκια ο Δημήτρης στα χέρια.

«Ελάτε δεν θέλω να πέφτουμε!! Η νύχτα είναι δικιά μας και θα περάσουμε τέλεια!», είπε χαμογελώντας και τους έδωσε τα σφηνάκια.

Τσούγκρισαν τα ποτήρια και φώναξαν κι οι τρεις «στην υγειά μας» τόσο δυνατά που γύρισε ολόκληρο το μαγαζί να τους κοιτάξει. Μα καθόλου δεν τους ένοιαξε και συνέχισαν να γελούν δυνατά. 


Η Αλίκη  τους έπιασε και τους δυο σε ένα αγαπησιάρικο κεφαλοκλειδώμα και τους αγκάλιασε δυνατά! Πάντα περνούσε όμορφα μαζί τους και πάντα της έφτιαχναν την διάθεση. 

Αυτή τη διάθεση που συνήθως της χαλούσε ο Ορέστης.

Έπιασε ξανά στα χέρια της το κινητό να διαβάσει και η ίδια το μήνυμα. 


«Σε σκεφτόμουν…», έγραφε το μήνυμα.


Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της Αλίκης. Δυο μόνο λέξεις, αλλά έγραφε πως τη σκέφτεται. Αχ… Ένας βαθύς αναστεναγμός της ξέφυγε εκείνη τη στιγμή.


Αμέσως ξεκίνησε να πατάει  τα κουμπάκια του κινητού της για να του απαντήσει. Άρχισε να γράφει, να σβήνει, να ξαναγράφει, να ιδρώνει και τελικά να μένει το χέρι της εκεί μετέωρο και αναποφάσιστο.


Ο Αλέξης την κοιτούσε όλο αυτό το διάστημα. Έβλεπε την χαρά και την αγωνία της φίλης του, τον ενθουσιασμό της για ένα μόνο μήνυμα. Από τη μια χαιρόταν μα από την άλλη ήξερε τον αδερφό του. Ήξερε πως όλο αυτό δεν θα είχε χάπι έντ…


Έπιασε το χέρι της Αλίκης απαλά και της πήρε το κινητό.


«Δώσε μου να δω τι γράφεις…», της είπε  στο αυτί. 


Του έδωσε το κινητό, και κάθισε στο σκαμπό. Πήρε στα χέρια το ποτό της και ήπιε μια γουλιά προσπαθώντας να χαλαρώσει.


Ο Αλέξης έπιασε το κινητό και έσβησε όλα όσα είχε γράψει η Αλίκη.


Ήξερε ακριβώς τι ήθελε να διαβάσει ο αδερφός του… κι άρχισε να γράφει και να στέλνει τα μηνύματα πριν καλά τα δει και τα εγκρίνει η Αλίκη.


«Αλέξη … μήπως το καταλάβει πως δεν είναι δικά μου αυτά που γράφεις; Θα γίνω ρεζίλι… Άσε καλύτερα να απαντήσω εγώ…», του είπε προσπαθώντας να του πάρει το κινητό.


«Άφησε με σε παρακαλώ… τον ξέρω καλύτερα από σένα… ξέρω τι να του γράψω…», της είπε χαμογελώντας εκείνος.


Ο Ορέστης απάντησε και στο πρώτο αλλά και στα επόμενα δέκα σχεδόν μηνύματα που του έστειλε ο Αλέξης…


Η Αλίκη δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε. Γελούσε και διάβαζε τις απαντήσεις του Ορέστη και απορούσε που δεν είχε καταλάβει πως τα μηνύματα τα στέλνει ο ίδιος του ο αδερφός… θα θύμωνε πολύ αν το ανακάλυπτε... Αυτή η γλυκιά συνωμοσία με το Αλέξη, αυτή η ομερτά μεταξύ τους, την έκανε να νιώθει όλο αυτό που συνέβαινε ακόμη πιο μαγικό... σαν βγαλμένο από μυθιστόρημα ή από ταινία. Αν στο τέλος βέβαια θα ήταν κωμωδία ή δράμα, κανείς δεν μπορούσε να το προβλέψει.


Ο Ορέστης τελικά όντως την σκεφτόταν πολύ και φαινόταν σε όλα αυτά που έγραφε στα μηνύματα. «Ίσως είναι μόνος του και βαριέται», σκέφτηκε χωρίς να σχολιάσει όμως, ο Αλέξης… 

Μα  στο τελευταίο μήνυμα,της έγραφε πως δεν αντέχει άλλο, θέλει να την ξαναδεί. Πως του λείπει και γι’ αυτό το επόμενο Σάββατο θα έρθει και πάλι στην Αθήνα. Μόνο για να τη δει, μόνο για να είναι μαζί. 


Η Αλίκη δεν πίστευε στα μάτια της αυτό που διάβαζε! Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά.


Ο Αλέξης την τράβηξε στην αγκαλιά του κι άρχισαν να χοροπηδάνε κι οι δυο γύρω γύρω.

  

Δεν την είχε δει ποτέ ξανά  τόσο ευτυχισμένη τη φίλη του… αν και κάτι του έλεγε πως δεν θα κρατούσε πολύ η ευτυχία της αυτή. Τον ήξερε τον αδερφό του… (συνεχίζεται)







Πάρτι μασκέ

  Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν μπορούσε να αποφασίσει. Θα γινόταν ένα μεγάλο πάρτι μασκέ. Ο Αλέξης μαζί με φίλους του θα το διοργάνωνε...