Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν μπορούσε να αποφασίσει.
Θα γινόταν ένα μεγάλο πάρτι μασκέ. Ο Αλέξης μαζί με φίλους του θα το διοργάνωνε σε ένα χώρο που είχαν βρει κάπου κοντά στο Γκάζι, και είχε καλέσει πάρα πολύ κόσμο.
Ζάλιζε εδώ και 2 μήνες περίπου την Αλίκη για το μεγάλο γεγονός και δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα έλειπε από αυτό η καλύτερη του φίλη.
Όμως η Αλίκη δεν είχε καθόλου διάθεση να πάει. Ήταν σε μια περίοδο αρκετά πιεσμένη στη δουλειά, είχα νεύρα με όλους, είχα τσακωθεί ακόμα και με τον πατέρα της και βέβαια είχε τσακωθεί και με τον ίδιο τον Αλέξη κάμποσες φορές τον τελευταίο καιρό.
Ήξερε όμως πως αν του έλεγε πως δεν θα πήγαινε στην εκδήλωση δε θα της ξανά μιλούσε…
Πως βρέθηκε λοιπόν μασκαρεμένη μέσα σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κρατάει ένα ποτήρι κρασί στο χέρι ούτε που το κατάλαβε… Κοιτούσε γύρω της και απολάμβανε όλο αυτό το κέφι και τη χαρά των ανθρώπων. Σερπαντίνες, κόρνες, σφυρίχτρες, μάσκες, φανταχτερά κοστούμια , τρομακτικές στολές, τα πάντα φανέρωναν τη διάθεση όλων να ξεφύγουν για λίγο από την καθημερινότητα και ίσως και από την πραγματικότητα.
Ένα χέρι την αγκάλιασε κάπως άγαρμπα και την έβγαλε για λίγο από τις σκέψεις τις. Ηταν ο Αλέξης ντυμένος Joker.
«Πώς περνάς;», τη ρώτησε.
«Χρειάζεσαι κάτι»;
«Όχι μια χαρά είμαι! Το απολαμβάνω όλο αυτό!», φώναξε δίπλα στο αυτί του η Αλίκη.
«Θα έρθει κι ο Ορέστης σε λίγο… με την Ελπίδα…», της είπε λίγο χαμηλόφωνα.
«Ναι οκ…», σφύριξε αδιάφορα η Αλίκη.
«Εγώ περιμένω την Ανδριάνα έτσι κι αλλιώς, θα έρθει από στιγμή σε στιγμή».
Έφυγε ο Αλέξης γιατί κάποιος τον φώναξε να κουβαλήσουν τα ποτά, κι η Αλίκη έμεινε μόνη της.
Και τότε τον είδε από μακριά.
Η Αλίκη τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα με αυτοπεποίθηση, φορώντας το χαρακτηριστικό καπέλο και το δερμάτινο μπουφάν. Ο Ορέστης είχε ντυθεί Ιντιάνα Τζόουνς—φυσικά. Του πήγαινε αυτή η στολή, σαν να είχε φτιαχτεί για εκείνον. Δίπλα του, η Ελπίδα, κομψή και χαμογελαστή, του κρατούσε το χέρι, αλλά μόλις μπήκαν, του το άφησε σχεδόν αμέσως.
«Θα πάω να χορέψω, να χαιρετήσω μερικούς!» είπε εύθυμα, του έριξε ένα φιλί στον αέρα και χάθηκε στο πλήθος.
Η Αλίκη έριξε μια βιαστική ματιά στον Ορέστη, προσπαθώντας να μη δείξει τίποτα. Εκείνος όμως την είχε ήδη δει.
«Εσύ!» είπε με το γνωστό του ύφος, πλησιάζοντας την. «Δεν το πιστεύω ότι τελικά ήρθες!»
«Ούτε εγώ το πιστεύω ακόμα» απάντησε εκείνη αδιάφορα και πήρε μια γουλιά από το κρασί της.
Ο Ορέστης γέλασε, το βλέμμα του παιχνιδιάρικο. «Μήπως ήρθες για μένα;»
Η Αλίκη σήκωσε το φρύδι της. «Για σένα;»
«Ναι, γιατί όχι;» της είπε και έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Εδώ που τα λέμε, έδειχνες λίγο αναστατωμένη όταν άκουσες ότι θα έρθω με την Ελπίδα.»
«Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά η Ελπίδα είναι πολύ ωραία» είπε εκείνη, με ένα αδιόρατο χαμόγελο.
«Είναι» συμφώνησε εκείνος χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. «Αλλά εδώ μπροστά μου έχω εσένα.»
Η Αλίκη ανασάλεψε ελαφρώς, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Υπήρχε πάντα αυτή η ένταση ανάμεσά τους.
Ο Ορέστης έσκυψε λίγο προς το μέρος της, σαν να ήθελε να την προκαλέσει.
Η Αλίκη τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ήξερε τι την είχε πιάσει. Ίσως το κρασί. Ίσως το πάρτι, η ατμόσφαιρα, η ένταση. Ίσως το ότι είχε βαρεθεί να κρύβει όσα ένιωθε.
Έσκυψε κι εκείνη ελαφρώς προς το μέρος του και, χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα, του ψιθύρισε:
«Τη γλώσσα σου μέσα στο στόμα μου.»
Για πρώτη φορά, είδε τον Ορέστη να χάνει τα λόγια του. Τα μάτια του άνοιξαν ελαφρώς, σαν να μην ήταν σίγουρος αν άκουσε σωστά.
«Συγγνώμη;»
Η Αλίκη χαμογέλασε αχνά. «Κατάλαβες πολύ καλά.»
Ο Ορέστης έμεινε σιωπηλός για ένα δευτερόλεπτο. Την κοιτούσε, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, σαν να μην την αναγνώριζε ξαφνικά. Αυτή δεν ήταν η Αλίκη που ήξερε. Η Αλίκη που θα τον έσπρωχνε μακριά. Η Αλίκη που πάντα είχε μια καυστική ατάκα να του πετάξει όταν την πείραζε.
Αλλά η Αλίκη αυτή τη στιγμή ήταν κάτι άλλο.
Και το χειρότερο;
Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Ο Ορέστης πήρε μια κοφτή ανάσα, αλλά το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο πάνω της. Η Αλίκη έπαιζε μαζί του, και το ήξερε. Αλλά δεν ήξερε πού ήθελε να το φτάσει.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» του είπε, σηκώνοντας το ποτήρι της και υγραίνοντας ανεπαίσθητα τα χείλη της με το κρασί.
«Εσύ γιατί μιλάς έτσι;»
Η Αλίκη χαμογέλασε. Ήταν ένα περίεργο χαμόγελο—ανάμεσα σε πρόκληση και νοσταλγία. Έσκυψε λίγο πιο κοντά, τα χείλη της σχεδόν άγγιζαν το αυτί του όταν ψιθύρισε:
«Απλά… αναρωτιέμαι. Φιλάς ακόμα όπως φιλούσες τότε;»
Ο Ορέστης ένιωσε ένα κύμα να διαπερνάει όλο του το σώμα. Η φωνή της, η απόσταση που δεν υπήρχε πλέον ανάμεσά τους, το βάρος αυτής της ερώτησης…
Μαγικά.
Αυτό είχε πει κάποτε η Αλίκη για τα φιλιά του. Το ήξερε καλά, γιατί τότε, όταν ήταν ακόμα κάτι άλλο μεταξύ τους—κάτι απροσδιόριστο, κάτι επικίνδυνα δυνατό—εκείνος είχε γελάσει και της είχε απαντήσει: «Δεν είναι μαγεία, είναι χημεία.»
Και τώρα;
Ο Ορέστης δεν ήταν κάποιος που έχανε εύκολα τον έλεγχο. Του άρεσε το παιχνίδι, αλλά του άρεσε να το ορίζει εκείνος. Όμως αυτή τη στιγμή, η Αλίκη ήταν εκείνη που κρατούσε τα ηνία.
Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα.
Έπειτα, με μια αργή, ελεγχόμενη κίνηση, έσκυψε ακόμα πιο κοντά της, τόσο ώστε τα χείλη του σχεδόν να ακουμπούν τη γωνία του στόματός της.
«Θέλεις να μάθεις;» της ψιθύρισε.
Η Αλίκη δεν απάντησε. Δεν απομακρύνθηκε, δεν χαμογέλασε. Μόνο τον κοίταξε—και εκείνος ήξερε πως δεν ήταν έτοιμος για ό,τι θα συνέβαινε αν έκανε το επόμενο βήμα.
Αλλά η ερώτηση είχε ήδη τεθεί.
Και η απάντηση ήταν μονόδρομος.
Ο Ορέστης δεν δίστασε ούτε στιγμή. Το βλέμμα του σκοτείνιασε, τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τον καρπό της Αλίκης, και πριν εκείνη προλάβει να επεξεργαστεί τι συνέβαινε, την τράβηξε μέσα στο πλήθος.
Δεν είπε τίποτα. Δεν εξήγησε.
Η Αλίκη δεν ρώτησε.
Η μουσική, τα γέλια, οι φωνές γύρω τους έσβησαν. Υπήρχε μόνο το χέρι του πάνω της και η αίσθηση ότι κάτι είχε μόλις γκρεμιστεί μεταξύ τους—κάτι που κρατούσαν όρθιο για πολύ καιρό, από συνήθεια, από φόβο, από άρνηση.
Βγήκαν από μια πλαϊνή πόρτα, έφτασαν σε έναν σκοτεινό, έρημο διάδρομο. Η πόλη έξω ήταν φωτισμένη, οι δρόμοι είχαν κίνηση, αλλά εδώ, σε αυτή τη γωνιά, ήταν μόνοι.
Ο Ορέστης την κόλλησε πάνω στον παλιό τοίχο, μια τραχιά επιφάνεια που της έκοψε την ανάσα όταν την ακούμπησε.
«Αυτό ήθελες;» της ψιθύρισε.
Η Αλίκη δεν απάντησε. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Ήταν σαν να περίμεναν αυτή τη στιγμή χρόνια.
Δεν την άφησε να απαντήσει.
Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της απότομα, πεινασμένα, χωρίς καμία προειδοποίηση.
Κι εκείνη ανταπέδωσε το φιλί με την ίδια ένταση, χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν υπήρχε τίποτα απαλό, τίποτα διστακτικό σε αυτό που συνέβαινε. Ήταν ωμό, χαοτικό, γεμάτο χρόνια καταπιεσμένης έλξης που ξέσπαγε επιτέλους.
Ο Ορέστης έσφιξε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του, την κράτησε εκεί, σαν να φοβόταν ότι θα άλλαζε γνώμη.
Αλλά η Αλίκη δεν ήθελε να φύγει.
Όταν τραβήχτηκε για να πάρει ανάσα, το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Ο Ορέστης έβαλε το μέτωπό του πάνω στο δικό της.
«Δεν γυρίζουμε πίσω, έτσι;» ρώτησε, η φωνή του χαμηλή, σίγουρη.
Η Αλίκη γέλασε απαλά, ακόμα λαχανιασμένη.
«Όχι.»
Δεν είχαν ιδέα πού πήγαιναν.
Αλλά κανείς τους δεν ήθελε να σταματήσει.
Ο Ορέστης την κοίταξε για μια στιγμή, σαν να ζύγιζε τις επιλογές του. Δεν ήθελε να τη γυρίσει στο πάρτι. Δεν ήθελε να τελειώσει αυτό εδώ, στον ψυχρό τοίχο ενός σκοτεινού διαδρόμου. Ήθελε να τη βγάλει από εκεί, να τη βγάλει μακριά.
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.
«Πάμε μια βόλτα.»
Η Αλίκη δεν ρώτησε πού. Μπήκαν στο αυτοκίνητό του, κι εκείνος ξεκίνησε να οδηγεί μέσα στη νύχτα. Η πόλη απλωνόταν γύρω τους, φωτισμένη και ανήσυχη, αλλά εκείνοι ήταν σαν σε δική τους διάσταση.
Οδήγησε χωρίς προορισμό, με τη μουσική χαμηλή, τον δρόμο μπροστά ανοιχτό και τα βλέμματά τους να ανταμώνουν ξανά και ξανά.
«Πού πάμε;» ρώτησε τελικά η Αλίκη.
Ο Ορέστης χαμογέλασε. «Δεν ξέρω. Ίσως κάπου ψηλά. Να δούμε την Αθήνα από πάνω. Να περιμένουμε το χάραμα.»
Η Αλίκη ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο και τον κοίταξε. Αυτό που ζούσαν τώρα δεν είχε εξήγηση, δεν είχε σχέδιο. Και δεν την ένοιαζε.
Λίγη ώρα μετά, έφτασαν σε έναν λόφο με θέα ολόκληρη την πόλη. Ο Ορέστης πάρκαρε στην άκρη, και βγήκαν έξω, ο αέρας ψυχρός πάνω στο δέρμα τους.
«Μου έλειψες,» είπε ξαφνικά εκείνος, κοιτώντας τα φώτα της πόλης.
Η Αλίκη γύρισε προς το μέρος του. «Δεν έφυγες ποτέ.»
Ο Ορέστης χαμογέλασε πικρά. «Δεν έμεινα και ποτέ, όμως.»
Η Αλίκη τον πλησίασε. Τον έπιασε από το μπουφάν, τον τράβηξε προς το μέρος της.
«Τώρα είσαι εδώ.»
Δεν είπε κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν.
Και όταν το πρώτο φως της μέρας άρχισε να χρωματίζει τον ουρανό, ήξεραν και οι δύο ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο από εδώ και πέρα.